Κεφ. 15ο

747 94 5
                                    


 Εφόσον είχαν όλοι τακτοποιηθεί κατεβήκαμε κάτω στην ρεσεπσιον. Εκεί βρίσκονταν και οι υπόλοιποι. Βγήκαμε από το ξενοδοχείο και ξαναμπήκαμε στα πούλμαν. Κάθησακάτω στην ίδια θέση όπως πριν. Περίμενα να έρθει ο Άλεξ αλλά ποτέ δεν ήρθε.. Κοίταξα τριγύρω και τον εντόπισα. Καθόταν λίγο πιο πίσω μαζί με έναν φίλο του και γελούσαν σαν να μην υπάρχει αύριο.. «Κατάλαβα..» ψιθύρησα και απλώθηκα στο κάθησμα.

  Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην πόλη. Πήρε μόνο ένα δεκάλεπτο περίπου.. Σηκώθηκα από την θέση και πήρα στους ώμους μου την τσάντα. Κατέβηκα κάτω και κοίταξα τριγύρω το τοπίο. Είχε λίγο χιόνι μόνο σε κάτι γονίτσες των μαγαζιών. Ήταν υπέροχα και αρχοντικά με πετρόχτιστα σπιτία και στενά δρομάκια «Σου έλυψα;» ο Άλεξ μου τράβηξε την προσοχή και με ξάφνιασε «Όχι ιδιαίτερα» είπα ομά και προχώρησα.. «Λοιπόν κάντε βόλτα, ψωνίστε και ό,τι άλλο θέλεται. Στις δυό και μισή να βρίσκεστε όλοι εδώ για να πάμε να φάμε» η κυρία μας πληροφόρισε και άρχισαν όλοι να σκορπούνται παντού. Σκευτόμουν κάτι και προχώρησα μπροστά με τους άλλους «Ε! Περίμενε θα πάμε μαζί βόλτα» άκουσα τον Άλεξ να φωνάζει και σταμάτησα. Πριν τοκαταλάβω βρισκόταν δίπλα μου «Πάμε!» είπε χαρούμενος και μου έπιασε το χέρι. Μόλις συνηθητοποίησα την πράξη του ένιωσα τα μάγουλαμου να κοκκινίζουν. Παρόλο που είμασταν με το σχολείο δεν με ενδιέφεραι σχεδόν καθόλου αν μας έβλεπαν. Ήθελα απλά να περάσουμε μαζί καλά.. Έσφυξα απαλά την παλάμη του και τον ακολούθησα.. Κάναμε βόλτες στα σοκάκια και συζητούσαμε, ήταν πάρα πολύ ωραία. Είχαμε βρει στον δρόμο μας ένα παραδοσιακό μαγαζί με γουνές, μπρελοκ και τέτοια πράγματα.. Μπήκαμε μέσα και άρχισα να το περιτρυγυρίζω. Το βλέμμα μου σταμάτησε σε κάτι όμορφα μπρελόκ. Λες να του πάρω ένα;.. Βρήκα ένα όμορφο σε μπλε χρώμα και το πήγα στο ταμείο «Έλα Έμιλυ» ο Άλεξ με φώναξε «Τώρα!» πήρα την τσάντα με ένα χαμόγελο και βγήκαμε από το μαγαζί..

  Κάπως έτσι πέρασε η ώρα και είχε έρθει η στιγμή να φύγουμε. Μπήκαμε στο πούλμαν μέχρι που φτάσαμε σε μία παραδοσιακή ταβέρνα. Όλοι μπήκαμε τσούρμο και καθήσαμε στα τραπέζια. Εγώ, ο Άλεξ και η Clara καθήσαμε μαζί.. «Ποπο ανυπομονώ για το βράδυ! Το φόρεμα που έχω διαλέξει είναι τόσο τέλειο» η Clara μονολόγησε ενθουσιασμένη στον κόσμο της «Και εγώ» απάντησα με ένα γλυκό χαμόγελο και κοίταξα τον Άλεξ που καθόταν δίπλα μου. Μου φενόταν σκεπτικός «Είσαι καλά;» ρώτησα σιγανά και το χέρι μου αυθόρμητα έπεσε πάνω στο δικό του. Γύρισε το κεφάλι του και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν «Μμ ναι» ξεφύσηξε.. Σε μία στιγμή θυμήθηκα πως είχα ακόμη το χέρι μου στο δικό του. Ανατρίχιασα στην αίσθηση του δέρματος του και τράβηξα κατευθείαν το χέρι μου. Κοίταξα αλλού και από την αμηχανία μου έριξα μία ματιά στο κινητό μου.

Γιατί ;Where stories live. Discover now