Κεφ. 41ο

497 60 18
                                    

" Ποτέ μην λες αντίο, γιατί αντίο σημαίνει πως φεύγεις για πάντα ~"

Έμιλυ P.O.V.

Όλα είχαν γίνει και πάλι κανονικά. Μπορεί για εμένα και τον Άλεξ αυτό να ήταν μια τεράστια περιπέτεια, αλλά για τους υπόλοιπους ανθρώπους πέρασε μόνο μια απλή μέρα. Με αυτά που έμαθα νιώθω περίεργα. Μου φαίνεται πολύ απλή τώρα η καθημερινότητα μου. Βασικά, βαριόμουν πολύ στο σπίτι. Αποφάσισα να βγω έξω και να πάρω λίγο αέρα. Ντύθηκα άνετα και κατέβηκα τις σκάλες στη κουζίνα. Η μητέρα της Clara ετοίμαζε το βραδινό. Αντίθετως, η κόρη της είχε απλώσει το σώμα της στο καναπέ και άκουγε μουσική στο κινητό. Με αυτά τα τεράστια ροζ ακουστικά 🎧 που και να χανόταν θα την βρίσκαμε. Να και ένα καλό..

 Πέρασα τα χέρια μου στη ζακέτα και φόρεσα τα αθλητικά μου παπούτσια <<Πάω για τρέξιμο, τα λέμε!>> φώναξα προς το σπίτι <<Μην αργήσεις πολύ, θα φάμε βραδινό >> η μητέρα της Clara μίλησε μπροστά μου με την ροζ ποδιά κρεμασμένη στο λαιμό της <<Α, δεν ξέρω μπορεί να περάσω από τον Άλεξ.. >> γαμογέλασα πονηρά κοιτάζοντας το ταβάνι <<Έμιλυ, μαζέψου!>> είπε αυστηρά και ταυτόχρονα τρυφερά <<Καλά, καλά>> χαιρέτησα και βγήκα από το σπίτι. Καθώς περπατούσα για αρχή στο δρόμο έβαλα στην σειρά τα αγαπημένα μου τραγούδια να παίζουν και ξεκίνησα το ελαφρύ τρέξιμο. Μπροστά μου υπήρχε μόνο ένας δρόμος που απλωνόταν. Πίσω το όμορφο ηλιοβασίλεμα 🌆 να ζωγραφίζει με τα ελαφριά πορτοκαλί χρώματα του την γκρι, άχρωμη άσφαλτο. Ο δρόμος μου όμως δεν ήταν σε αυτό το όμορφο φαινόμενο, αλλά στην αντίθετη πλευρά. Εκεί που άρχισε να απλώνεται η νύχτα, προς τα εκεί έτρεχα. Η απολαυστική μουσική σταμάτησε και ένας απότομος μικρός ήχος βγήκε από το κινητό μου. Ένα μήνυμα. Το άνοιξα, ήταν από τον Άλεξ. 
Έλα στη στάση του λεωφορείου, θέλω να σου πω αντίο
Η καρδιά μου σφίχτηκε ξαφνικά. Να μου πει τι; Αντίο; Τι εννοεί;! Που πάει;! Το άγχος με είχε τάραξει σε βαθμό που δυσκολευόμουν να ανασάνω σωστά. Μάζεψα αμέσως τα ακουστικά και τοποθέτησα το κινητό στη σκουρόχρωμη ζακέτα μου. Κοίταξα μπροστά και άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, σαν να με κυνηγούσε εκάποιος. Σίγουρα αυτός ο κάποιος ήταν ο χρόνος.. Ο ήλιος είχε δύσει εντελώς και οι ακτίνες του είχαν χαθεί..

 Βρέθηκα στη στάση. Ο Άλεξ στεκόταν με μια τσάντα στο ώμο του. Προσπάθησα να πάρω ανάσα και να καθησυχάσω το ταραγμένο μου σώμα. Πλησίασα αργά. Στο λαιμό του είχε περασμένο ένα κόκκινο πλεκτό κασκόλ <<Άλεξ;.. >> τον κοίταξα ανήσυχη. Γύρισε το προσοχή του πάνω μου και χαμογέλασε <<Ήρθες >> υπήρχαν και άλλα άτομα γύρω μας. Τα μάτια μου όμως μπορούσαν να συγκέντρωθουν μόνο στον Αλέξ <<Τι κάνεις; Που πας; >> τον ρώτησα με την φωνή μου να τρέχει από την αγόνια <<Πρέπει να φύγω, λυπάμε.. >> άπλωσε απαλά το χέρι του πάνω στον ώμο μου <<Άλεξ πας καλά; Πως μπορείς να τα λες τελευταία στιγμή; Δεν με υπολογίζεις;! >> έδιωξα με δύναμη το χέρι του από πάνω μου. Τα ήρεμα μάτια του κοίταξαν βαθιά τα αναστατωμένα δικά μου <<Πώς μπορείς να είσαι τόσο αναίσθητος;.. Σου μιλάω και το βλέμμα σου δείχνει τόσο απάθια!>> δεν ξέρω αν αυτές οι λέξεις που έβγαιναν αυθόρμητα από το στόμα μου τον άγγιζαν, αν τον πόνεσαν <<Ήταν πολύ απρόοπτο, συγνώμη..>> κοίταξε το έδαφος προσπαθώντας να βάλει σε σειρά τα λόγια που επιθυμούσε να μου πει <<Έμιλυ, τώρα όλα έχουν τελειώσει. Μπορείς να συνεχίσεις να ζεις την όμορφη ζωή σου όπως πριν τον μπελά που σου προκάλεσα >> Ρε βλάκα εσύ μου κάνεις την ζωή όμορφη, ξυπνάω και ξέρω πως θα είναι ο Άλεξ έξω από την πόρτα να μου πει ένα θερμό καλημέρα με εκείνο το τρυφερό χαμόγελο. Χωρίς να το καταλάβω όσο πιο βαθυά το σκεφτόμουν τόσο πιο πολύ με βασάνιζε. Τα μάτια μου πλημμύρισαν. Έκλεισα αργά τα βλέφαρα μου και δάκρυα κύλησαν ευθεία κάτω στα μάγουλα μου <<Ευχαριστώ για όλες τις όμορφες στιγμές που μου χάρησες. Το διασκέδασα!>> μου έδωσε το μεγαλύτερο χαμόγελο που είχα δει ποτέ μου από εκείνον. Εγώ μέσα μου χανόμουν, ξεθόριαζα και εκείνος; Με σκοτώνεις δεν το βλέπεις; <<Δηλαδή όλα μεταξύ μας.. Τελείωσαν; >> δυσκολεύτηκα να προφέρω την λέξη. Δεν μπορούσα να το συνειδητοποίησω <<Ναι ->> είπε ειλικρινά μέχρι που το λεωφορείο σταμάτησε λίγο πιο μπροστά από την στάση. Ο μηχανικός ήχος της πόρτας έσπασε την καρδιά μου <<Πρέπει να φύγω >> τα δάκρυα σε χρόνο ενός δευτερολέπτου είχαν πολλαπλασιαστεί <<Θα φύγεις και θα με αφήσεις στο κρύο να κλαίω; >> ανέβασα το βλέμμα μου και συνάντησα τα μάτια του. Διόρθωσε την τσάντα στον ώμο του <<Είσαι δυνατή, δεν με χρειάζεσαι. Μπορείς να τα καταφέρεις μόνη σου>> αυτό δεν έπρεπε να το είχε πει.. Όχι! Ένα απότομο σφίξημο στο στήθος με έκανε να πάρω βαθιές ανάσες. Οι σπασμοί από τα κλάματα είχαν αρχίσει. Δυσκολευόμουν να μιλήσω. Χωρίς να μου πει τίποτε παραπάνω πέρασε από δίπλα μου και κατευθύνθηκε προς το λεωφορείο <<Ό-χι..>> γύρισα απότομα. Δεν θα αφήσω το άτομο που αγαπώ να φύγει από την ζωή μου. Δεν θα το αντέξω. Έτρεξα και έπεσα πάνω του από πίσω.

Γιατί ;Donde viven las historias. Descúbrelo ahora