Κεφ. 42ο

451 58 16
                                        

Άλεξ P.O.V.

Ανέβασα αργά τα πόδια μου στα σκαλιά του λεωφορείο. Η ψυχρή πόρτα έκλεισε πίσω μου. Κάθησα σε μια κενή θέση που βρήκα. Τοποθέτησα τα ακουστικά στα αυτιά μου κοιτώντας μόνο μπροστά και στερέωσα το κεφάλι μου πάνω στο κρύο παράθυρο. Ένιωθα την υγρασία και την ψυχρά, που ήταν κολλημένη στο τζάμι να ακουμπάει τα μαλλιά μου. Παρόλο που φορούσα ακουστικά 🎧, δεν έβαλα κάποια μουσική να παίζει. Άκουσα ξαφνικά την δυνατή φωνή της Έμιλυ από έξω <<Άλεξ! Σταματά μην με αφήνεις! Γιατί φεύγεις;! Άλεξ!!>> Φαινόταν με ενάργεια ο πόνος στις λέξεις που άφηναν το στόμα της. Καθώς την άκουγα το χέρι μου προσγειώθηκε στο αριστερό μου πλευρό. Έσφυξα το πανωφόρι στο σημείο που χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου. Πάλευα να σταματήσει ο πόνος. Δεν έπρεπε να γυρίσω το βλέμμα μου πάνω της. Αν την ξαναέβλεπα θα γινόμουν κομμάτια. Η σπαρακτικές φωνές της ήταν αρκετές για να με τρελάνουν. Πλέον όμως δεν άκουγα τίποτα άλλο, μόνο τη βροχή να γεμίζει το κενό. Δύο δάκρυα δραπέτευσαν από τα μάτια μου. Συλλογίστηκα περισσότερο τα λόγια της. Συγνώμη Εμιλυ, εύχομαι να με συγχωρέσεις κάποτε. Δεν μπορώ να απαντήσω το γιατί σου, αλλά το κάνω επειδή θέλω μονάχα να σε προστατεύσω. Δεν είχα ξεχάσει την υπόσχεση μου <<Θα σε προστατεύσω ό,τι και να συμβεί >> Αυτό θα κάνω και ας χρειάζεται να μένουμε μακρυά και να πονάμε.
Κοίταξα έξω από το παραθύρο. Δεν μπορούσα να δω τίποτα, μόνο τις διάφανες σταγόνες της βροχής που είχαν ζωγραφίσει το τζάμι. Τα φώτα έδειχναν το πρόσωπο μου. Αντίκρισα τα μάτια μου. Περισσότερα αυθόρμητα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα μου.
Κ' εγώ σε αγαπώ..

Έμιλυ P.O.V.

Σήκωσα το αδύναμο σώμα μου από την υγρή άσφαλτο. Για ένα λεπτό προσπάθησα να πω στον εαυτό μου πως αυτό ήταν, ο Άλεξ έφυγε, όλα τελείωσαν μεταξύ μας και πως η ζωή μου συνεχίζεται. Ήταν αδύνατο όμως να το αντιληφθώ.. Έσειρα τα πόδια μου και τοποθέτησα τα κρύα χέρια πάνω στο κόκκινο κασκόλ του Άλεξ. Καθώς περπατούσα στο δρόμο ένα αυτοκίνητο ήρθε και σταμάτησε δίπλα μου. Στην συνηδηση μου ήθελα και πίστευα να ήταν ο Άλεξ. Το παράθυρο της πόρτας άνοιξε <<Είσαι καλά; >> άκουσα μια ανδρική βαριά φωνή να μου απευθυνθηνεται <<Μπαμπά είναι η Έμιλυ! >> μια κοπέλα που καθόταν στο πίσω κάθησμα πετάχτηκε <<Ποια Έμιλυ; >> κοίταξε από το καθρέπτη την κόρη του <<Άστο, μια συμμαθήτρια μου >> είπε ενοχλημένη <<Μπες μέσα κορίτσι μου να σε πάμε σπίτι! >> μια γυναικία φωνή ακούστηκε. Ήταν η μητέρα της που καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Άνοιξα την πίσω πόρτα και κάθησα δίπλα στη συμμαθήτρια μου <<Γειά Ελίζα..>> την χαιρέτησα αδύναμα <<Λοιπόν που μένεις;>> τα μάτια του άντρα συναντήθηκαν με τα δικά μου μέσο του μικρού καθρέπτη. Είπα την διεύθυνση.. Όχι του σπιτιού μου αλλά του Άλεξ. Ήθελα να πάω σπίτι του. Δεν μπορούσα με τίποτα να εμφανιστώ σε αυτή την κατάσταση μπροστά στην Clara και την μητέρα της <<Ωραίο κασκόλ >> η Ελίζα τόνισε χαμογελώντας <<Ευχαριστώ >> εμφάνισα ένα απατηλό χαμόγελο. Σε πολλή λίγη ώρα φτάσαμε στο μέρος του Άλεξ <<Εδώ είναι το σπίτι σου; >> με ρώτησε ο πατέρας της <<Ναι>> απάντησα και άνοιξα την πόρτα βγάζοντας το ταλεπορημένο σώμα μου έξω. Αχ, πόσα ψέματα θα πω;.. Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει. Ένιωθα μόνο μικρές ψιχάλες να πέφτουν κάθετα στο πρόσωπο μου. Τους ευχαρίστησα και προχώρησα αργά προς την είσοδο. Έβγαλα το ομπρελόκ με τα κλειδιά μου. Ένα από αυτά ήταν και το κλειδί του σπιτιού του Αλέξ. Ξεκλείδωμα και μπήκα μέσα. Μια αποπνικτική σιωπή κάλυψε το σώμα μου..

/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/~/

Άργησα αλλά ήταν μια εβδομάδα με αρκετό άγχος και είχα να γράψω και το δράμα της Έμιλυ και του Άλεξ 😂😭, αλλά καλύτερα αυτό πάρα τίποτα 😥..
Love ya 😘

Vote/Comment 💘

Γιατί ;Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz