. Μάζεψαν τον εξοπλισμό τους και ετοιμάστηκαν να ανέβουν στο άλογο όταν ξένη καλπασμοι εκαναν τον Δημήτρη να καλυψη την ειζια πίσω του και να τραβήξει το τόξο του..
Ενας άντρας σταμάτησε μπροστά τους με το σήμα του βασιλιά στην πανοπλία του..
Η ειζια με ανεκφραστο βλέμμα προσπέρασε τον Δημήτρη και σταθηκε μπροστά στον φρουρό, ήξερε βαθιά μέσα της πως κάτι κακο είχε γίνει και δεν ήταν καθόλου έτοιμη να σηκώσει αυτό το βάρος..
Ο Δημήτρης έρριξε κάτω τα τόξα και Επιασε το χέρι της ειζιας .ενω η καρδιά του ανεβοκατέβαινε..
<<πριγκίπισσα μου, πρίγκιπα μου έχω πολυ κακά νέα..
Η ειζια κρατήθηκε από το ώμο του Δημήτρη ενω και η δυο περίμεναν να ακούσουν την τελευταια λεξη..
<< κάποιος κατάφερε κρυφά απο ολους να μπει στο παλάτι και να κλέψει το παιδι σας,, ο βασιλιάς μου είπε να σας μεταφέρω μερικά λογια "" η μάγισσα ετοιμάζεται για το τελικο χτύπημα η ωρα πλησιάζει...
Η ειζια και ο Δημήτρης έπεσαν την ίδια στιγμη γονατιστει στο έδαφος ενω το ίδιο κιόλας λεπτο κύλησαν τα δάκρυα τους...ο φρουρός ταρακούνησε τον Δημήτρη μα ηταν ακινητοποιημενος ανέκφραστος διαλυμένος..
Η ειζια ούρλιαξε, κάνοντας τα ματια του Δημήτρη να τρέχουν περισσότερο, τον είδε να σηκώνεται απότομα και μαζεύει τα τόξα του έτοιμος να φύγει. Έτρεξε πίσω του και φώναζε γεμάτη πόνο..
Ο Δημήτρης με κόκκινα απτό κλαμμα ματια κοίταξε τον φρουρό..
<< ΠΑΡΤΗΝ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΕ ΝΑ ΜΗΝΝ ΠΑΘΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΙΏΣ ΘΑ ΓΥΡΊΣΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ....<< τιιι??? Δημητρη!!!!!! Δεν μπορείς να πας μόνος ακούς είναι και δικο μου παιδί...
Ανεβηκε στο άλογο του και της έρριξε μια τελευταία λοξή ματια..
<< ΠΉΓΑΙΝΕ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΠΕΡΊΜΕΝΕ ΝΑ ΓΥΡΊΣΩ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΝΑ ΧΑΣΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΑΚΟΥΣ ΚΑΙ ΙΔΙΚΆ ΕΣΕΝΑ ...
<< ΔΗΜΗΤΡΗ ΕΙΜΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΑΛΕΨΩ..
δίχως να ακούσει δεύτερη κουβέντα Χτυπησε τα χαλινάρια του αλόγου και χάθηκε αναμεσα απο τα πυκνά δέντραΗ ειζια κοίταζε διαλυμένη τον άντρα που αγαπούσε να φεύγει ενω είχε χασει και τον γιο της.. Πλεον δεν είχε τίποτα...
Γύρισε στο παλάτι που ήταν φτιαγμένο απο χρυσο και το έβλεπε σαν κάτι το βαρετό κοίταζε τους παλιούς πίνακες στο μεγαλο χολ και έβλεπε τα σοβαρά και αγελαστα πορτρέτα τον προγόνων της και ένιωθε ποιο μονη απο ποτε.. Προσπέρασε το πατερα της που περπατούσε πανω κάτω κανοντας της σκέψεις της ακομα ποιο ανησυχες και μπήκε στο δωμάτιο το γιου της, το άρωμα του στόλιζε της γαλάζιες κεντημένες κουβέρτες που του είχαν φτιαξει η υπηρέτριες του παλατιού. Έκλεισε τα ματια της και θαρρείς και άκουσε το παιδικό του γέλιο.