.. Η Ντέμπορα έτρεχε ασταμάτητα σταματώντας μονάχα όταν ένιωσε εναν δυνατό πόνο σε ολοκληρο το σωμα της,αίματα άρχισαν να στάζουν απο πανω της,αρχισε να αιμορραγεί ολόκληρη,έπεσε κάτω και έβαλε δυνατά κλάματα η θάλασσα δίπλα της χτύπαγε με μεγαλα κύματα το σωμα της ξεπλενοντας το αίμα,εκείνο όμως δεν σταματούσε συνέχισε να τρέχει απο τα πόδια της και τα ματια της,τι μπορούσε να σκοτώσει την θαλασσα κανοντας το νερό μέσα της αίμα?,,,ο πόνος.
Προσπάθησε να σύρει τα πόδια της ος το νερό μα ένιωσε τα βλέφαρα της να πέφτουν, ήταν αδύναμη,τοτε δυο άντρες που τα ματια τους ήταν κίτρινα της έσυραν δυνατά απο τα πόδια και την τράβηξαν πανω σηκώνοντας την απο τα μαλλια,εκείνη δεν έκανε τίποτα τους κοίταζε απαλά στα ματια συνεχίζοντας να αιμορραγεί.
<< γιατί στάζει αίμα?που είναι η πληγή της?
Η Ντέμπορα σήκωσε αργά το χερι ακουμπώντας το στην καρδιά της
<< εδ εδώ,
Ένας αλλος άντρας ενφανηστικε πίσω απο εκείνους, ένας ψηλός μελαχρινός με καφέ φωτεινά ματια,
<< αστην..
Την άφησαν και εκείνη έπεσε σαν φύλλο στα χέρια του,
<< Ντέμπορα?
Άνοιξε τα ματια της κοιτάζοντας τον,με αδυναμία.
<< γιατί σταζεις αίμα?
Όλο της το λευκό σωμα είχε καλυφθεί στο αίμα.
<< είσαι ο λύκος της κατάρας μου,
<< ναι είμαι,
Αποκρίθηκε εκείνος με ευθύτητα.
<< σκότωσε με.
Τα ματια του άνοιξαν διάπλατα.
<< τι?
<< σπάσε την κατάρα σου και σκότωσε με,ρίξε με υστερα στην θάλασσα και ασε τον πατέρα μου να με κλάψει.
Ενα δάκρυ απτά ματια του έπεσε πανω της
<< θες να πεθάνεις;
<< παντα το ήθελα, μπορείς να με βοηθήσεις;μπορείς να με κάνεις να κοιμηθώ;
Εκείνος την βοήθησε να σταθεί, και την τράβηξε στην αγκαλιά του
<< λεγε με Συν.. Και όσο για τον θάνατο κάποιος πρέπει να πεθάνει δεν θα είσαι όμως εσύ.
Τον κοίταξε διαλυμένα.
<< γιατί πρεπει να μείνω πίσω; και να δω οτι αγαπώ να φεύγει,
<< οτι αγαπάς ζει μέσα σου,οτι εχεις λατρέψει δεν κατάφερε να σε αφήσει,είσαι η θάλασσα,και σε αυτό το τέλος δεν πεθαίνεις εσύ.
Την σήκωσε στα χέρια του και την έβαλε μέσα στο νερό ξεπλενοντας το αίμα απο πανω της κρατώντας την στα χέρια του,
Η Ντέμπορα δεν βρεχόταν όσο και αν την ακουμπούσε το νερό ήταν στεγνή.
Την έβγαλε εξω και την άφησε να πατήσει ξανά κάτω,
<< η μάγισσα που έριξε την κατάρα, ήταν αρχηγός της φυλής μας
Τα ματια της ντεμπορας άνοιξαν διάπλατα,
<< μπορω να την βρω και και να την σκοτώσω και ετσι ίσως λύσω κάθε κατάρα,
<< όχι Ντέμπορα,είναι ειδη νεκρη,
Ενα δυνατό μπαμ έκανε μέσα της.
<< τι?
<< είναι νεκρη και ο μόνος τροπος να σπασεις την κατάρα είναι να την σκοτώσεις εσύ,και εσύ δεν την σκοτωσες.
<< ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΗ ΤΩΡΑ Ε? ΠΩΣ ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΕΣ ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΣΩ ΟΤΙ ΑΓΑΠΩ?
<< σκοτώνοντας εμένα,θάλασσα.
Τα στεγνά της ματια γέμισαν πάλι δάκρυα, η φωνη του ηχούσε δυνατά μέσα της,η Ντέμπορα έσκυψε το κεφάλι και παρέμεινε σιωπηλή, δεν του είχε πει ποτε πως απο τοτε που την άφησε όταν ηταν παιδιά εκείνη τον είχε αγαπήσει, δεν του Ειπε πως η καρδιά της του ανήκε,
<< θα βρω μια λύση
<< είμαι η λύση πριν τρελαθω και σε πληγωσω θανάσιμα, ξέπλυνε το δικο μου αίμα στην θάλασσα.
Η καρδιά της πονουσε κι άλλο
<< άφησε με μονη,
<< Ντεμπ
<< ΑΦΗΣΕ ΜΕ
τον διέκοψε εκείνη,
Τον προσπέρασε....Η ειζια ξάπλωσε σε ενα κρεβάτι γεμάτο άσπρα σεντόνια,κοιτάζοντας το λευκό ταβάνι του παλατιού, ο πατέρας της μπήκε μέσα καθίζοντας απαλά δίπλα της.
<< μεγαλωσατε κρατώντας εναν μεγαλο σταυρό, παντα ήξερα πως η κληρονομιά σας θα σας πονουσε, σας αγαπώ κάθε μια το ίδιο,ήμουν τοσα χρόνια βασιλιάς και ξέχασα πως να είμαι πατέρας μα κοίταξε με ειζια,μετα τον θάνατο της μητερας σας δεν αγάπησα ποτε ξανά,και ξες ποσο πονάει?την αγαπώ κάθε μέρα το ίδιο,και της μοιάζεις, σε αγαπώ παιδι μου,και είμαι στο πλάι σου,θέλω να θυμάσαι όμως το εξής, η αδερφη σου έχει πεθάνει πριν απο εσένα, είσαι η δική της αγάπη, μην περιμένεις χαρά και ενα γεμάτο αντίο, θυμάμαι μια φορά όταν ήσουν παιδι, άθελά σου εβγαλες φωτιές απτά χέρια παίζοντας με μια υπηρέτρια, δεν ηξερες οτι θα την σκοτωνες, δεν ηξερες οτι είσαι ήλιος,τοτε ενστικτωδώς η ντεμπορα μπήκε μπροστά σου, λεγοντας σου " μη αδερφη μου,ηρέμησε όλα θα πάνε καλα ....σου Χαμογελασε και η φωτιά έσβησε, τα χέρια σου όμως έσταζαν αίμα ,,,τότε γονάτισε με ενα απαλό χαμογελο καθώς τα ματια της έκλαιγαν, και σε γιάτρεψε,Η ειζια αγκάλιασε σφιχτά τον πατερα της, κλαίγοντας στην αγκαλιά του,τοτε η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε η Ντέμπορα, η ειζια πετάχτηκε πανω,
<< θάλασσα μου?
Η Ντέμπορα Χαμογελασε φωτεινά αγκαλιάζοντας την αδερφη της,
<< γιατί κλαις?Χαμογελασε ειζια το χαμογελο είναι το ποιο σημαντικό, ακόμα και αν όλα δεν πάνε καλα βρες εναν λογο να γελάς,
Τα χέρια τους ενώθηκαν,
<< σαγαπω Ντέμπορα
<< και εγώ σε αγαπώ.
<< θα μείνεις?
<< μέχρι να τελειώσει ναι
<< μετα?
<< μετά θα φύγω.
<< που θα πας;
<< δεν εχω κάπου να πάω.
<< θα είσαι καλα?
<< θα είμαι?
<< πρέπει να είσαι,
<< πρέπει,
Η Ντέμπορα αγκάλιασε τον πατέρα της, και έβαλε την ειζια να ξαπλώσει, χαιδευοντας της τα μαλλια.
<< τώρα θα κοιμηθεις και εγώ θα στέκομαι στο πλευρό σου,κλείσε τα ματια ήλιε μου ,και Σκέψου πως τελικα η ζωή μας έδωσε ένα δυνατό μαθημα,η κατάρα μας στο τέλος ηταν να σκοτωσουμε οτι αγαπάμε,νικήσαμε ειζια πεθαναμε εμείς για να ζήσουν εκείνη,φύγαμε ειζια,φύγαμε.