Κεφάλαιο 7

465 50 24
                                    

ΠΑΝΟΣ POV

       Την πλησίασα σε απόσταση αναπνοής και πήγα να τυλίξω τα χέρια μου γύρω της. Ήθελα πολύ να είμαι μαζί της. Να την κάνω δική μου. Εκείνη κατάλαβε την παρουσία μου και γύρισε να με κοιτάξει. Κάρφωσε τα δύο της ματιά στα δικά μου. Ήταν τα ίδια ματια τα οποία κοιτούσα γεμάτος αγάπη το προπέρσινο καλοκαίρι. Μου έλειψε. Είναι αλήθεια. Μπορεί να μην ήθελα να το παραδεχτώ, αλλά τώρα είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορώ να αποφύγω...

      Ήθελα πολύ να είμαι μαζί της πριν από ένα χρόνο, αλλά εκείνη έδειχνε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στον Αντώνη. Πληγώθηκα πολύ τότε. Πότε δεν μου είχε δώσει σημασία και πότε δεν ήμουν μια ενδιαφέρουσα παρουσία για κείνη. Μιλούσε γεμάτη απαξίωση προς εμένα στους άλλους και ήταν πάντα αρνητική προς οτιδήποτε έλεγα.

       Ξαφνικά ένιωσα μια αμφιβολία για αυτό που έκανα και αποταβήχτηκα από δίπλα της. Εκείνη με κοίταξε αποφασιστικά και με τράβηξε κοντά της.
Δίπλα στο θολό παράθυρο, βρισκόμασταν μόνο εμείς. Ούτε πόνος, ούτε απόσταση, ούτε Αντώνης, ούτε κανείς άλλος. Μόνο εμείς.

       Με έφερε τόσο κοντά της που τα σώματα μας άγγιζαν ζεστά το ένα το άλλο και με έκλεισε τόσο δυνατά στην αγκαλιά της που ένιωσα όλα τα σπασμένα κομμάτια μέσα μου να ξανακολλούν. Ήθελα να μείνει εκεί για πάντα. Ήθελα να μην με αφήσει ποτέ και για κανέναν...

      Την έπιασα από την μέση και έφερα τα χείλη μας κοντά. Τίποτε και κάνεις δεν θα σταματούσε την ευτυχία μας. Έγειρε λίγο το κεφάλι της προς το μέρος μου και έκλεισε τα μάτια της. Ήταν η λύτρωσή μου, το ήξερα...

       Ξαφνικά, η πόρτα χτύπησε και η Δήμητρα φωναξε : " Ήρθαν οι ξυλοκόποιιι". Κοίταζα μια την Ιωάννα που ήταν στην αγκαλιά μου και μια την πόρτα που από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγε. Αναστέναξα και την άφησα από την αγκαλιά μου.

       Τα μάτια της Ιωάννας άνοιξαν διάπλατα και τότε αρχίσαμε να τρέχουμε προς την τραπεζαρία. Καθίσαμε όπως όπως στις καρέκλες μας και η Ιωάννα ήπιε λίγο από το ποτό της. Ξεφύσιξα και φώναξα στον Αντώνη : "Θες βοήθεια;"

- "Τώρα που μπήκαμε μέσα, όχι" είπε με ένα σαρκαστικό τόνο ο Αντώνης ενώ η Δήμητρα έκλεινε την πόρτα. Ο Αντώνης άφησε τα ξύλα μέσα στο ειδικό κουτί και πήγε να πλύνει τα χέρια του. Ο Παναγιώτης σηκώθηκε από την θέση του κλείνοντάς μου το μάτι και πήγε να βάλει τα ξύλα στη φωτιά.

- "Καλά περάσατε; " ρώτησε η Δήμητρα με ένα πονηρό ύφος, τη στιγμή που καθόταν στην καρέκλα δίπλα μου.

Μέχρι το τέλοςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant