Κεφάλαιο 8

436 45 6
                                    

       Άγγιξα με το χέρι μου τον σβέρκο  του. Αναρίγισε και απροειδοποίητα κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Ήταν ότι ακριβώς χρειαζόμουν. Την καρδιά του να χορεύει ξέφρενα ακριβώς πάνω στη δική μου. Έκλεισα τα μάτια μου για να απολαύσω την ευτυχία που με πλημμύριζε.

ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ

     Ξύπνησα χάρις σε μερικές ηλιαχτίδες που περνούσαν από το παράθυρο και έφταναν αδύναμες στα μάτια μου. Το κεφάλι μου ακουμπούσε κάπου μαλακά.
 
       Κοίταξα γύρω μου χωρίς να κουνηθώ. Ένα χέρι ήταν τυλιγμένο στο λαιμό μου και μετά από λίγο κατάλαβα ότι εκεί που ακουμπούσε πριν το κεφάλι μου ήταν ο ώμος του Πάνου. Γύρισα προς το μέρος του να επιβεβαιώσω την παρουσία του αλλά εκείνος με κοιτούσε ήδη.

- " Καλημέρα κουνελάκι " είπε με γλυκύτητα. Τα μάτια του έλαμπαν στο φως του χειμωνιάτικου ηλίου και στα χείλη του υπήρχε το πιο όμορφο χαμόγελο που είχα δει ποτέ.

- " Εμ, καλημέρα " είπα αμήχανα, κυρίως επειδή δεν θυμόμουν πολλά από όσα είχαν γίνει χτές.

- " Δεν θυμάσαι τίποτα σωστά; "

- "Όχι, όχι θυμάμαι κάποια πράγματα αλλά όχι όλα. Για παράδειγμα πως καταλήξαμε στον καναπέ "

- " Αρχίζω να φοβάμαι ότι εσύ δεν είναι να πίνεις και πολύ κουνελάκι. Λοιπόν από ότι κατάλαβες μάλλον, κοιμηθήκαμε εδώ. Αυτό δεν φτάνει; "

- " Χαχα, οι άλλοι ζουν; " ρώτησα πιο ευτυχισμένη από ποτέ.

- " Ναι, λογικά " είπε και άρχισε να παίζει με μια τούφα από το μαλλιά μου. " Πάμε να φτιάξουμε πρωινό ; " ρώτησε με ενθουσιασμό πεντάχρονου.

- " Πάμε "είπα και άρχισα να τρέχω προς την κουζίνα με τα χέρια μου ψηλά σαν να πετάω.          
       Όταν έφτασα στην κουζίνα γύρισα να τον κοιτάξω και τον είδα να με παρακολουθεί με ένα κουταβίσιο βλέμμα, ακουμπισμένος στον τοίχο.
Του έκανα νόημα και άρχισε να περπατά με αέρα bad boy προς το μέρος μου. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα γέλια μου, αλήθεια.

      Μου έδειξε που υπήρχαν τα απαραίτητα και αποφάσισα να τηγανήσω αυγά με μπέικον και τηγανίτες για να δώσουμε και στην Δήμητρα με τον Αντώνη όταν θα ξυπνούσαν.

      Ο Παναγιώτης άρχισε να φτιάχνει καφέ. Εγώ τηγάνιζα αυγά όταν εκείνος άφησε στο έλεος του Θεού τον καφέ και χωρίς να το καταλάβω ήρθε κοντά μου. Με αγκάλιασε από πίσω και απόθεσε το κεφάλι του σβέρκο μου. "Σ'αγαπάω" ψιθύρισε και γύρισε στον καφέ που έφτιαχνε.

Μέχρι το τέλοςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin