Κεφάλαιο 4

461 40 1
                                    

Τραντάχτηκα από κάποιον που με ταρακουνούσε βίαια.
Η όρασή μου καθάρισε και μπόρεσα να διακρίνω τον Ρέιγκαν, κάθιδρο να με έχει πιάσει από τους ώμους και να με κουνάει μπρος-πίσω.
"Θάλεια μα τους θεούς ξύπνησες!" αναφώνησε αν και εγώ δεν κατάλαβα προς τι ο πανικός. Μέχρις ότου κοίταξα το ρολόι. Είχε πάει κιόλας 2.15! Όλοι είχαν σχολάσει και είχαμε μείνει μόνοι μας με τον Ρέιγκαν στην άδεια αίθουσα. Μα πώς;! Όταν πρωτοάγγιξα το χαρτάκι ήταν ακόμα το διάλειμμα πριν την δεύτερη ώρα. Τι είχε συμβεί; Τίναξα το σκίτσο μακριά μου με απέχθεια. Τι ήταν όλα αυτα; Φάρσα; Όνειρο; Η αλήθεια; Δεν γνώριζα και ούτε ήθελα να γνωρίζω.
"Τι είδες;" μου ψιθύρισε ο Ρέιγκαν.
"Τίποτα" βιάστηκα να τον καθησυχάσω εγώ.
"Θάλεια πες μου τι είδες"
"Δεν είδα τίποτα σου λέω"
"ΘΆΛΕΙΑ ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΏΡΑ ΤΙ ΕΊΔΕΣ!" τα μάτια του Ρέιγκαν γύρισαν σε ένα φρικιαστικό κόκκινο και οι κυνόδοντές του μεγάλωσαν ξαφνικά.
Εγώ αποτραβήχτηκα φοβισμένη και από την ταραχή μου έβαλα τα κλάματα. Ο Ρέιγκαν έμεινε να με κοιτάζει σοκαρισμένος.
"Συγγνώμη" ψιθύρισε και με έβαλε στην αγκαλιά του. Τα μάτια του έγιναν και πάλι γαλανά ενώ οι κυνόδοντες εξαφανίστηκαν έτσι όπως είχαν εμφανιστεί. Άρχισε να με χαϊδεύει απαλά κι εγώ αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα σκεπασμένη με μια κουβέρτα πάνω σε ένα κρεβάτι, μέσα σε ένα δωμάτιο που δεν ήξερα. Ανασηκώθηκα κι έτριψα τα μάτια μου.
"Επιτέλους ξύπνησες" ακούστηκε απόμακρη η φωνή του Ρέιγκαν "πρέπει να σου μιλήσω."
"Τι είναι;" μουρμούρισα αγουροξυπνημένη, τρίβοντας τα μάτια μου.
"Θάλεια ό,τι και να σου πω υπόσχεσαι ότι θα βάλεις τα δυνατά σου να μη με διακόψεις και να με πιστέψεις;"
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και τον κοίταξα ανήσυχη. Τι το τόσο σημαντικό κι απίστευτο είχε να μου πει;
"Καταρχάς πες μου τι είδες στο όραμα όταν άγγιξες το χαρτάκι. Είναι σημαντικό."
Του εξήγησα όσο πιο περιληπτικά μπορούσα τι είχα δει. Τα μάτια του σκοτείνιασαν κι εκείνος σκυθρώπιασε.
"Μάλιστα" έκανε τέλος "λοιπόν ας ξεκινήσουμε."
Σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω στο δωμάτιο.
"Θάλεια πραγματικά δεν ξέρω πώς να σου το πω. Δεν είσαι σαν όλους τους ανθρώπους. Είσαι διαφορετική. Είσαι πιο δυνατή, πιο γρήγορη, πιο έξυπνη, πιο...αλλιώτικη. Ολόκληρος ο λαός μας εξαρτάται από εσένα. Είσαι σαν εμένα Θάλεια, σαν εμένα όπως με είδες πριν, ως τέρας, ως φρικαλέο πλάσμα. Μόνο που δεν είμαι κακός. Αν με συνηθίσεις δεν είμαι τέρας όπως φαίνομαι. Είμαι απλά διαφορετικός. Όμως εσύ είσαι δυνατότερη από 'μένα, έχεις δυνάμεις που δεν μπορείς καν να φανταστείς. Είσαι προορισμένη να σώσεις τον κόσμο. Είσαι βρικόλακας Θάλεια Χόθορν και μάλιστα είσαι μία από τις Επίλεκτες που θα σώσουν το βασίλειό μας. Που θα νικήσουν τους λυκανθρώπους και τους λασπάνθρωπους, που θα βασιλέψουν στον αιώνα των άπαντα! Μόνο που η μία Επίλεκτη επέλεξε τη λάθος μεριά και η άλλη έχει εξαφανιστεί. Εσύ όμως. Εσένα σε έχουν ευλογήσει οι θεοί, σε έσωσαν από βέβαιο θάνατο και τώρα ήρθε η ώρα να γίνεις αυτή που είναι γραφτό να γίνεις. Τι έχεις να πεις για όλα αυτά;"
Μου βγήκε τελείως αυθόρμητα. Μετά από όλο αυτο το φαντασιόπληκτο λογύδριο το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να σκάσω στα γέλια.
"Γιατί γελάς;" με ρώτησε ελαφρώς πειραγμένος ο Ρέιγκαν.
"Πολλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας βλέπεις και δεν είναι καλό" του είπα και σηκώθηκα.
"Θάλεια περίμενε!" φώναξε πίσω μου "λέω την αλήθεια!" μα εγώ είχα κιόλας φτάσει στην βάση της σκάλας του ισογείου και ήμουν έτοιμη να βγω έξω.
"Ναι οκαυ, ό,τι πεις...φαντασιόπληκτε" μουρμούρισα και βγήκα έξω.
Ο ζεστός αέρας του μεσημεριού με χτύπησε κατάμουτρα. Ξαφνικά ένιωσα να ζαλίζομαι από τον ήλιο. Περίεργο, σκέφτηκα, πρώτη φορά με ζαλίζει ο ήλιος. Περπάτησα πιο γρήγορα ώσπου έφτασα σπίτι. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μεσα. Με το που βρέθηκα στη σκιά ανάσανα ανακουφισμένη. Πέταξα κάτω την τσάντα μου και ανέβηκα στο δωμάτιό μου.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και, παραζαλισμένη όπως ήμουν από την φλυαρία του Ρέιγκαν και τον ήλιο, αποκοιμήθηκα αμέσως.

Moonlight🌙Where stories live. Discover now