Κεφάλαιο 36

115 9 0
                                    

Δεν το περίμενα έτσι το βασίλειο. Όχι, όντως δεν το περίμενα έτσι.
Ήταν πανέμορφο.
Γεμάτο τροπικά φυτά, ζώα και πουλιά, έμοιαζε με ζωντανό παράδεισο. Ήταν ένα μέρος που είχε παραμείνει ανέγγιχτο από την κακία και την κατακτητική μανία των ανθρώπων και τώρα ειλικρινά μετάνιωνα που ήμουν έτοιμη να ζητήσω από τον λαό που κατοικούσε εδώ να ενταχθεί μαζί μας στον πόλεμο. Αν όμως δεν το έκανα τότε το κράτος αυτό σύντομα θα έπεφτε, ακολουθώντας την τραγική μοίρα όλων των υπολοίπων, και του δικού μας μαζί.
Τα τρία πλάσματα μας οδήγησαν μέσα από τις πυκνοφυτεμένες ζούγκλες και τα μικρά διακριτικά σπιτάκια που ξεφύτρωναν πού και πού ανάμεσά τους.
"Εδώ το βασίλειο ανήκει στη φύση και όχι σε 'μας. Εμείς απλώς αλληλεπιδρούμε μαζί της κι εκείνη μας βοηθά. Δεν καταστρέφουμε ούτε πληγώνουμε. Συμβιώνουμε. Αυτό είναι το κλειδί της επιβίωσής μας μα όπως σίγουρα σκέφτεστε κι εσείς δεν θα μπορέσει να μας κρατήσει για πάντα ασφαλείς. Κάτι μου λέει πως γι' αυτό ήρθατε. Για μια συμμαχία. Αλλά εμένα δεν μου πέφτει λόγος έτσι κι αλλιώς. Αυτά θα τα συζητήσετε με τη βασίλισσα. Και παρεμπιπτόντως φτάσαμε!"
Ο Κόλιν άνοιξε τα χέρια του και μας έδειξε εκστασιασμένος το τεράστιο παλάτι από μάρμαρο που υψωνόταν μπροστά μας. Γύρω του άνοιγαν τα τοιχώματα ενός τεράστιου φυσικού κρατήρα πνιγμένου στο χορτάρι και στα βρύα με καταρράκτες να πέφτουν σχεδόν από όλη του την έκταση.
Χάζεψα για λίγο το θέαμα μα αμέσως μετά προχώρησα προς την γαλάζια επιβλητική πόρτα από χρωματισμένο γρανίτη. Δύο φρουροί με κεφάλια λιονταριών αρματωμένοι σαν αστακοί την άνοιξαν και μας έκαναν νόημα να περάσουμε.
Μπήκαμε μέσα και ακολουθήσαμε πάλι τον Κόλιν μέσα από τεράστιους μαρμάρινους διαδρόμους με σκούρα ξύλινα πατώματα και ελαιογραφίες στους τοίχους.
Όταν μπήκαμε στην αίθουσα του θρόνου άκουσα την Νάγια να πνιγεί μια διακριτική κραυγή. Ναι μεν η αίθουσα ήταν τεράστια και ο ολόχρυσος θρόνος επιβλητικότατος αλλά η Νάγια δεν εντυπωσιαζόταν από τον πλούτο. Κάτι άλλο την είχε ταράξει.
Ακολουθώντας το βλέμμα της κοίταξα τη βασίλισσα που μας κάρφωνε με τα επιβλητικά μάτια της χαμογελώντας ζεστά.
"Καλωσήρθατε στο βασίλειό μου βασίλισσα Θάλεια κι εσείς οι πιστοί της ακόλουθοι και φίλοι. Νάγια κόρη μου, καλωσήρθες κι εσύ."
Γύρισα προς τη Νάγια κι έμεινα να την κοιτάζω με μάτια γουρλωμένα. Παρ' όλα αυτά, κοιτάζοντας και ξανακοιτάζοντας τις δύο γυναίκες έβλεπα τις ομοιότητες. Ίδιο βλέμμα, ίδιος σωματότυπος, ίδιο γαϊδουρινό πείσμα χαραγμένο στα πρόσωπά τους.
Η νεαρή λυκάνθρωπος υποκλίθηκε με σέβας προς τη μητέρα της και έπειτα ξανασηκώθηκε και την κάρφωσε με το σοβαρό της βλέμμα.
"Έχεις ερωτήσεις να μου κάνεις, το κατανοώ. Επειδή όμως είναι ήδη μεσημέρι σας προσκαλώ να γευματίσετε μαζί μου και μετά να ξεκουραστείτε στους ξενώνες που θα σας παραχωρήσω. Το απόγευμα μπορούμε να συζητήσουμε ό,τι θέλετε και να μου πείτε και τον λογο της επίσκεψής σας. Έχετε το ελεύθερο να τριγυρίσετε όπου τραβάει η ψυχή σας μέσα στο κράτος μας και να μείνετε όσο καιρό θέλετε."
"Ευχαριστούμε βασίλισσα..."
"Μαρίνα. Μαρίνα Λουίς-Αρνταμιάν."
"Ευχαριστούμε." έκαναν και οι υπόλοιποι και ακολουθήσαμε τους φρουρούς που μας οδήγησαν στα δωμάτιά μας.

Moonlight🌙Onde histórias criam vida. Descubra agora