Κεφαλαιο 10

257 29 2
                                    

Σέρβιρα στην Νεφέλη το ώμο κρέας κι εκείνη έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό.
Δεν μπόρεσα να μη γελάσω καθώς την παρατηρούσα να τρώει με τα χέρια και να πασαλείβεται σαν μωρό παιδί.
Εγώ ήμουν χορτάτη μιας και είχα πιει πολύ αίμα πριν και υπέθετα πως και ο Ρέιγκαν δεν πεινούσε.
Όταν τελείωσε το γεύμα της, πράγμα το οποίο συνέβη ταχύτατα, με βοήθησε να πλύνω τα πιάτα. Έπειτα καθίσαμε μαζί στο περβάζι του παραθύρου της κουζίνας το οποίο ευτυχώς ήταν αρκετά ευρύχωρο.
"Ξέρεις, ο μεγάλος μου ο αδερφός ο Ντέρεκ πέθανε από τους λασπάνθρωπους" πέταξε η καινούργια μου φίλη στο ξεκάρφωτο κι εγώ την κοίταξα. Φάνταζε θλιμμένη και εύθραυστη στο χλωμό φως της έκλειψης, η οποία παρεμπιπτώντος δεν τυφλώνει τα μαγικά πλάσματα.
"Ήμουν τριών ετών, εκείνος εφτά. Παίζαμε κοντά στο δασάκι, στην πίσω μεριά του χωριού μου, κοντά σχετικά στο βασίλειο των λυκανθρώπων" άρχισε να αφηγείται με φωνή έτοιμη να σπάσει "τότε οι σειρήνες που σήμαιναν εισβολή και πως έπρεπε να εκκενώσουμε το χωριό άρχισαν να ουρλιάζουν. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Ο Ντέρεκ μου φώναξε να φύγουμε και ξεκινήσαμε να τρέχουμε ενόσω λασπάνθρωποι ξεφύτρωναν κιόλας σαν μανιτάρια, κατά εκατοντάδες, από το δάσος. Κάποια στιγμή, το πόδι μου πιάστηκε σε μία πέτρα κι εγώ σωριάστηκα στο χώμα. Ήμουν μεταμορφωμένη από πολύ μικρή ηλικία κι έτσι προτιμούσα να περπατάω ξυπόλητη. Είχα κολλήσει για τα καλά και δεν μπορούσα να φύγω. Άρχισα να κλαίω και να φωνάζω τον αδερφό μου. Εκείνος βρέθηκε κοντά μου και μπήκε μπροστά μου προστατεύοντάς με με το σώμα του. Εγώ εντωμεταξύ κατάφερα να ελευθερωθώ αλλά μας είχαν κιόλας φτάσει. Μου φώναξε να φυγω κι άρχισα και πάλι να τρέχω. Όταν όμως γύρισα για να δω αν με ακολουθούσε, τον είδα να υποχωρεί κάτω από το βάρος μιας ντουζίνες εχθρών οι οποίοι των καταπλάκωσαν. Όταν αραίωσαν και έφυγαν από πάνω του, τη θέση του Ντέρεκ Φλίντστοουν είχε πάρει ένας ακόμα λασπάνθρωπος ο οποίος είχε κρεμασμένο στη ζώνη το μαχαίρι του αδερφού μου. Είχα παγώσει, δεν μπορούσα να μετακινηθω πλέον. Άρχισα να ουρλιάζω και να ωρύομαι ώσπου έφτασε ο μπαμπάς με τους υπόλοιπους χωριάτες που τόση ώρα μας έψαχναν. Δεν χρειάστηκε να του εξηγήσω τι είχε συμβεί, έτσι κι αλλιώς του κατάλαβε μόνος του από τον τρόπο που φώναζα το όνομα του πρώην αδερφού μου" παρατήρησα τον τρόπο με τον οποίο έφτυνε τις λέξεις "εχθροί", "λασπάνθρωποι" και "πρώην" και κατάλαβα πως ακόμα την πλήγωνε. Μα αλήθεια, πώς ξεπερνάς ποτέ κάτι τέτοιο; "ο μπαμπάς και οι άλλοι σκότωσαν όσους λασπάνθρωπους μπορούσαν. Ο λασπάνθρωπος όμως που κάποτε ήταν ο Ντέρεκ με είχε πλησιάσει επικίνδυνα. Τότε εγώ άρπαξα μία πέτρα και του την πέταξα, συνθλίβοντάς του το κεφάλι. Εκείνος έπεσε νεκρός στο χώμα. Ο μπαμπάς με τράβηξε να φύγουμε μα εγώ πρόλαβα και πήρα το μαχαίρι του, το τελευταίο αντικείμενο που ποτέ θα έχω από αυτόν" ολοκλήρωσε την διήγησή της και έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι από την τσέπη της. Ήταν λείο και κοφτερό, με γυαλιστερή ίσια λάμα και επιχρυσωμένη λαβή. Της το έδωσα πίσω, κι αφού το χάιδεψε για λίγο το έβαλε ξανά στη θέση του.
Την πλησίασα και την αγκάλιασα τρυφερά, όμως δεν έκλαψε. Ήταν πολύ δυνατή, δεν έχυσε ούτε δάκρυ. Ίσως όμως τα δάκρυά της να είχαν στερέψει πολλά χρόνια πριν, όταν τον πρωτοέχασε.
"Γι' αυτό θέλω ειρήνη" συνέχισε με ονειροπόλο βλέμμα "γι' αυτό θέλω να ενωθούν τα δύο βασίλεια και να τους νικήσουν. Και γι' αυτό το θέλουν και πολλοί άλλοι. Λέγεται ότι αν η καρδιά διαλυθεί, τότε όλοι όσοι μεταμορφώθηκαν κάποτε σε λασπάνθρωποι, θα γίνουν και πάλι κανονικοί. Όσοι πέθαναν ενώ ήταν μεταμορφωμένοι θα αναστηθούν. Οι κανονικοί όμως λασπάνθρωποι θα πεθάνουν, και θα εξαφανιστούν μια για πάντα από προσώπου Γης" γρύλισε αγριεμένα με τα τρομακτικά κίτρινα μάτια της να γυαλίζουν με μίσος στο μισοσκόταδο.
Της χαμογέλασα εγκάρδια.
"Θα βρούμε την άκρη, μην ανησυχείς."

Moonlight🌙Onde histórias criam vida. Descubra agora