Η Ραφαέλα αναγνωρίζει το γνώριμο ήχο από μακρινά βήματα μέσα στον ύπνο της, σύντομους κρότους ενάντια σε τσιμέντο, που απομακρύνονται για λίγο αλλά, τελικά, την πλησιάζουν ξανά. Και, ξαφνικά, μια πόρτα ανοίγει.
«Σήκω. Γρήγορα.»
Προτού προλάβει να ξεχωρίσει την πραγματικότητα απ'τα ζαλισμένα χρώματα που έμειναν πίσω απ'τις θαμπές αναμνήσεις του ονείρου της ( το οποίο δεν μπορεί να θυμηθεί ακριβώς, αλλά απ'την πικρή γεύση που έχει αφήσει στην άκρη της γλώσσας της καταλαβαίνει ότι, μάλλον, είχε να κάνει με το σπίτι της ), η φωνή ακούγεται ξανά, το ίδιο βαριά και άχρωμη με πριν, φτάνοντας στα τύμπανα της αναμεμειγμένη με το δροσερό αέρα που διαχέεται απ'τη μισάνοιχτη πόρτα στα δεξιά της και χτυπάει απαλά το δέρμα του προσώπου της και το ακάλυπτο μπράτσο της.
«Ε. Ζεις;»
Τα βήματα επιστρέφουν κοντά της και τα μάτια της ανοίγουν αντανακλαστικά όταν αισθάνεται την παρουσία κάποιου δίπλα της ‐ μια παρουσία που εμποδίζει τον φρέσκο αέρα απ'το να φτάσει το δέρμα της, και τις ευπρόσδεκτες ακτίνες του ήλιου απ'το να ζεσταίνουν τις άκρες του προσώπου της ευγενικά. Η θολή, ακόμα, όρασή της εστιάζει αδύναμα πάνω στη μεγαλόσωμη φιγούρα που δημιουργεί σκιά ενάντια στο σώμα της, το οποίο έχει κοκαλώσει σε μία άβολη, μισοκαθιστή/μισοξαπλωμένη στάση πάνω στο κάθισμα εδώ και ποιος ξέρει πόση ώρα, καθώς το σκληρό μέταλλο της ζώνης τσαλακώνεται πίσω απ'την πλάτη της και θα έχει σίγουρα αφήσει ένα άσχημο, κόκκινο σημάδι κάπου στη μέση της σπονδυλικής της στήλης. Τα βλέφαρα της πεταρίζουν βιαστικά και ασταμάτητα, πασχίζοντας να συλλάβουν την εικόνα του ξένου ατόμου που βρίσκεται ακριβώς μπροστά της, σαν τρομακτικός γίγαντας πάνω απ'το μικροσκοπικό, ξαπλωμένο σώμα της ‐ αλλά όχι και τόσο τρομακτικός όταν το βλέμμα της εντοπίζει το ελαφρώς κοκκινισμένο, ηλιοκαμμένο δέρμα κάτω απ'τα μάτια του, ή την απειροελάχιστα μικρή ελίτσα που στέκεται μόλις μερικά χιλιοστά μακριά απ'το κάτω χείλος του, και τη διακριτική ουλή πάνω στο αριστερό του ζυγωματικό ‐ εκείνη τη λεπτή, σύντομη γραμμή που τολμάει να λερώσει την αψεγάδιαστη επιδερμίδα του που φαίνεται τόσο απαλή, ακριβώς σαν τα χείλη του. . .
Ο μισοκοιμισμένος, ακόμα, εγκέφαλος της Ραφαέλας σημειώνει βιαστικά πόσο όμορφα και αγνά και ανθρώπινα είναι τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Και, αν προηγουμένως φοβόταν αυτόν τον άντρα παρά μα παρά, παρά πολύ, ίσως τώρα το πρώτο 'πάρα' να έχει φύγει. . .
YOU ARE READING
Η Λάθος Κόκκινη
Romance«Δεν εχει πλακα; Νιωθω σαν τη Μουλαν!» «Ναι, μονο που η Μουλαν δεν ντυθηκε σαν αγορι για να ξεφυγει απ'τη γαμημενη αστυνομια, ουτε την κυνηγουσε η Μαφια επειδη ο απαγωγεας της ληστεψε ολοκληρο τον τραπεζικο λογαριασμο τους και τωρα τρεχει μακρια μαζ...