τριάντα τρία

1.9K 331 73
                                    

Είναι αργά το απόγευμα όταν ο Τζόνι ακούει χτυπήματα στην εξώπορτα του διαμερίσματός του. Οι ξύλινοι ήχοι είναι γρήγοροι ‐ πανικόβλητοι ‐ και αντηχούν παντού μέσα στο μικρό καθιστικό όπου βρίσκεται εκείνος, ξεπερνώντας εύκολα την αμυδρή βοή του αγώνα μπάσκετ που δείχνει η παλιά τηλεόραση πάνω στον πάγκο της κουζίνας.

Ο Τζόνι πασχίζει να σηκωθεί απ'τον καναπέ στον οποίο είχε βολευτεί τόση ώρα, βάζοντας βιαστικά τις ξεφτισμένες παντόφλες που περιμένουν τα γυμνά πόδια του μπροστά απ'το κοντό τραπεζάκι.

Προχωράει ( πιο πολύ σέρνει τα πόδια του που αρνούνται να συνεργαστούν ) μέσα από ένα παχύ πέπλο ομιχλώδους καπνού μέχρι τον πάγκο της κουζίνας, για να μπορέσει να σβήσει το ιδιαίτερο τσιγάρο του μέσα στο τασάκι που στέκεται δίπλα απ'την τηλεόραση που δείχνει ακόμα εκείνον τον αγώνα.

Τα ανησυχητικά χτυπήματα ενάντια στην πόρτα του ακούγονται ξανά, μαζί με μία γυναικεία χροιά που φωνάζει το όνομά του πίσω απ'το ξύλο.

«Εγώ είμαι, γαμώτο. Άνοιξε επιτέλους!»

«Έρχομαι, που να πάρει η ευχή.» με ένα ενοχλημένο ρουθούνισμα και μία απότομη κίνηση, ο Τζόνι πιέζει εκνευρισμένος το πόμολο προς τα κάτω, για να αποκαλύψει μία εξίσου θυμωμένη ‐ σε σημείο που ο κάθε μυς της τρέμει ‐ κοκκινομάλλα έξω απ'το διαμέρισμά του.

«Γιατί άργησες τόσο πολύ, τέλος πάντων;» σπρώχνει τον ώμο του με τον δικό της καθώς τον προσπερνάει για να περάσει μέσα στο σπίτι του. Το αγόρι της κλείνει βιαστικά την πόρτα από πίσω της, αφού τσεκάρει τον σκοτεινό διάδρομο της πολυκατοικίας για κάποιον μάρτυρα.

Γυρνάει προς τη Μπέτυ με σφιγμένο σαγόνι. «Είσαι τρελή;» σχεδόν το φωνάζει αυτό μέσα στο πρόσωπό της, αλλά δεν θέλει να τον ακούσει η γειτονιά, οπότε συγκρατεί όσο μπορεί την ένταση της φωνής του. «Τι σου έχουμε πει χιλιάδες φορές εγώ και ο μπαμπάς σου; Αν είναι να βγεις έξω απ'το σπίτι σου, φορά την καταραμένη κουκούλα σου, γαμώτο.»

Το αγριεμένο βλέμμα του ανοίγει τρύπες πάνω στο δέρμα της, αλλά εκείνη δεν φαίνεται να επηρεάζεται απ'τον θυμό που εκπέμπει στο σώμα του στον αέρα. Του γυρνάει την πλάτη της και ξεκινάει να περπατάει προς το καθιστικό. «Ξέρεις κάτι, Τζόνι; Τα βαρέθηκα όλα ‐ βαρέθηκα να κρύβομαι, να πρέπει να καλύπτομαι από πάνω μέχρι κάτω όταν βγαίνω έξω, να μένω όλη τη μέρα μέσα στο σπίτι μου και να ξίνομαι ενώ η αδελφή μου έχει εξαφανιστεί...» τα μετράει όλα αυτά με τα δάχτυλα των χεριών της. «Αλλά, κυρίως, βαρέθηκα εσένα και τον μπαμπά μου.»

Η Λάθος Κόκκινη Donde viven las historias. Descúbrelo ahora