δεκατρία

3.7K 695 109
                                    

Τα χέρια της Ραφαέλας τρέμουν ανεξέλεγκτα καθώς προσπαθεί να τα πλησιάσει στο γυαλί του φακού, του οποίου το έντονο, εκτυφλωτικό λευκό φως είναι η μόνη πηγή ζεστασιάς γύρω της.

Ο τσουχτερός, χειμωνιάτικος αέρας γδέρνει το ευαίσθητο δέρμα της, διαπερνώντας τις τετράγωνες τρύπες του δικτυωτού καλσόν της αδελφής της, φτάνοντας στο στήθος και την κοιλίτσα της μέσα απ'τα ανοίγματα της υπερβολικά λεπτής, αμάνικης μπλούζας που καλύπτει μονάχα μερικώς την ανατρχιασμένη επιδερμίδα της. Θα μπορούσε να προσπαθήσει να σηκωθεί απ'το κρύο έδαφος, ίσως ακόμα και να συρθεί μέχρι τις δημόσιες τουαλέτες που στέκονται αρκετά ( αλλά όχι και τόσα πολλά ) μέτρα μακριά απ'το ξαπλωμένο σώμα της, αλλά δεν θέλει. Επειδή, εάν κάποιος περαστικός που κατουριέται όντως την βρει εκεί μέσα, ( εάν δεν την βιάσει/ληστέψει/σκοτώσει ) θα την επιστρέψει στους γονείς της, ή, τέλος πάντων, στο αστυνομικό τμήμα, το οποίο με τη σειρά του θα πάρει τηλέφωνο τους κηδεμόνες της. . .

. . .Τον πατριό της. . .

Κουνάει το κεφάλι της αποφασισμένη στη σκέψη. Δεν θέλει να γυρίσει πίσω! Καλύτερα να πεθαίνει εκεί, πάνω σε πετραδάκια και χώμα, έξω από δημόσιες τουαλέτες στην άκρη του αυτοκινητόδρομου, παρά να θυμώσει ξανά τον μπαμπά της κατά λάθος και να αναγκαστεί να αιμοραγήσει μέχρι θανάτου! Όχι, ευχαριστώ, καλά είμαι εδώ, σκέφτεται μισολιπόθυμη, χαμογελώντας αδύναμα αλλά ευχαριστημένα όταν αισθάνεται το καυτό τζάμι του αναμμένου φακού ενάντια στα παγωμένα ακροδάχτυλα της.

Κουλουριάζει το μικροσκοπικό σώμα της ακόμα περισσότερο, μπας και καταφέρει να μειώσει την ελεύθερη, εκτεθειμένη επιφάνεια δέρματος που τόση ώρα χτυπάει ανελέητα ο ασταμάτητος αέρας ,ο οποίος μεταφέρει σκόνη και χώμα μαζί του, και έχει την αίσθηση χιλιάδων μικροσκοπικών βελόνων.
Αφήνει τα μάτια της να κλείσουν.

Άρα, έτσι θα πεθάνω; Από το κρύο; ακούγεται η μικρή φωνούλα μέσα της, καθώς χάνει σταδιακά τις
αισθήσεις της. Σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα; Τι βλακεία. . .
Ακόμα και η Χιονάτη είχε καλύτερο θάνατο. . .

Δεν έχει ιδέα πόση ώρα περνάει έτσι, στο έλεος του παγερού χειμώνα, με τα χέρια της σφιχτά αγκαλιασμένα γύρω απ'τα μελανιασμένα γόνατά της και τις λευκές ανάσες της φανερές μπροστά της, σαν καπνός πάνω στην κρυστάλλινη ατμόσφαιρα. Βασικά, κρυώνει τόσο πολύ, που δεν αντιλαμβάνεται το χαρακτηριστικό ήχο μηχανής αυτοκινήτου, που ξεφεύγει απ'τον αυτοκινητόδρομο και πλησιάζει σταδιακά, σταματώντας λίγα μέτρα μακριά της. Δεν ακούει καν τον εκκωφαντικό κρότο που δημιουργεί το απότομο κλείσιμο της πόρτας του αμαξιού, ούτε τα βαριά βήματα που την πλησιάζουν πάνω στον τραχύ χωματόδρομο, μέχρι που στέκονται ακριβώς μπροστά της.

Η Λάθος Κόκκινη Donde viven las historias. Descúbrelo ahora