εικοσιδύο

2.1K 341 115
                                    


Τις επόμενες ‐ ένας Θεός ξέρει πόσες ‐ ώρες, το μόνο που θυμάται η Ραφαέλα να κάνει είναι να ξυπνάει και να ξανακοιμάται. Να ανοίγει τα μάτια της με δυσκολία και να τα ξανακλείνει, ακολουθώντας ακούσια έναν φαύλο κύκλο αισθήσεων και παραισθήσεων που χορεύουν στον αέρα γύρω της.

Άλλοτε μπορούσε να συνέλθει πλήρως απ'το ζαλισμένο λήθαργο που βάραινε τα βλέφαρά της και να κοιτάξει καθαρά το χώρο στον οποίο βρισκόταν, να ξεχωρίσει το σκοτάδι της νύχτας που γέμιζε το γνώριμο αυτοκίνητο και την ήρεμη βοή του αυτοκινητόδρομου που έφτανε μακρινή στα αυτιά της, νανουρίζοντάς την. Άλλες φορές, πάλι, της φαινόταν ακατόρθωτο ακόμα και να ανοίξει τα βλέφαρά της.

Όταν όντως ξυπνούσε, ήταν εξαιτίας του κρύου αέρα που έγδερνε τα μάγουλά της, επειδή, απ'ότι φαίνεται, ο απαγωγέας της κατέβαζε το παράθυρό του ανά τακτά διαστήματα για να καπνίσει, αφήνοντας όλο το ψύχος του χειμώνα να ενοχλήσει τη ζεστασιά που επικρατούσε μέσα στο αυτοκίνητο. Παρά τη θολούρα που σκέπαζε την όρασή της, εκείνη κατάφερνε να εστιάσει για λίγο στον ορθογώνιο καθρέφτη που κρεμόταν απ'το μπροστινό τζάμι του αμαξιού, πάνω στην αντανάκλαση δύο ματιών που φαίνονταν ακόμα πιο σκοτεινά το βράδυ. Το βλέμμα του παρέμενε πάντα συγκεντρωμένο στο δρόμο και ήταν η μόνη εικόνα στην οποία επέστρεφαν τα μάτια της κάθε φορά που άνοιγαν, μόνο για να παραδοθούν στο βάρος του ύπνου μετά από λίγο. Το μόνο που ήξερε στα σίγουρα είναι ότι ψηνόταν στον πυρετό ‐ μπορούσε να το καταλάβει απ'το επίπονο βάρος στο μέτωπό της, απ'τα αυτιά της που βούιζαν και τις μικρές σταγόνες ιδρώτα που κυλούσαν μερικές φορές στην άκρη του προσώπου της.

Είχε σχεδόν χάσει την ικανότητα να ξεχωρίζει την πραγματικότητα απ'τα μπερδεμένα όνειρα που εισέβαλαν στο κεφάλι της κάθε φορά που την ξαναέπαιρνε ο ύπνος, μέχρι που ένιωσε ένα αντικείμενο ενάντια στα χείλη της ‐ και ήταν σίγουρη ότι αυτό δεν το φαντάστηκε.

Όταν ανάγκασε τα βλέφαρά της να ανοίξουν εκείνη τη φορά, συνειδητοποίησε μέσα στη ζάλη της ότι το αυτοκίνητο δεν κινούταν πια και ότι ο μελαχρινός άντρας ήταν σκυμμένος από πάνω της, αναγκάζοντας τα χείλη της να ανοίξουν, πιέζοντάς τα με το στόμιο ενός πλαστικού μπουκαλιού.

Η Λάθος Κόκκινη Where stories live. Discover now