Η Σία αναρωτιέται πόσους ορόφους μπορεί να έχει μία Πανεπιστημιακή εστία που δεν φαίνεται καν τόσο μεγάλη απ'τον ακριβώς απέναντι δρόμο, καθώς ένα απ'τα πιο ετοιμόρροπα ασανσέρ που έχει αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει ποτέ της ανεβάζει την ίδια και τη μικρή ομάδα αστυνομικών που έφερε μαζί της μέχρι τον έβδομο.
Στέκεται αμίλητη και ακίνητη στη γωνία της, περιμένοντας υπομονετικά, με το κεφάλι ψηλά και τους ώμους πίσω ‐ έτοιμη για οποιαδήποτε απειλή προσπαθήσει να την πλησιάσει επιθετικά ( ή να της ξεφύγει ) όταν ο ανελκυστήρας σταματήσει επιτέλους.
Το χέρι της βρίσκεται κοντά στη θήκη του υπηρεσιακού της όπλου και το ειδικό αλεξίσφαιρο γιλέκο είναι ήδη καλά κουμπωμένο μπροστά στο στήθος της, σαν αδιαπέραστο τοίχος που προστατεύει το πολυτιμότερο όργανο του σώματός της, το οποίο δονείται σταθερά αλλά γρήγορα πίσω από οστά και πνεύμονες, εκστασιασμένο απ'την αδρεναλίνη που το γεμίζει ξαφνικά.
Το μικροσκοπικό, ορθογώνιο κουτί που ο ηλικιωμένος κύριος στην είσοδο αποκάλεσε 'ασανσέρ' τρέμει λιγάκι καθώς πασχίζει να φτάσει ψηλότερα μέσα στο σκελετό του κτηρίου, και το βλέμμα της Σίας, ανενόχλητο απ'τις μακριές, ξανθές τούφες που στέκονται σε μία αψεγάδιαστη κοτσίδα από πίσω της, πέφτει πάνω στο νεότερο μέλος της ομάδας, έναν αστυνόμο που μοιάζει τρομοκρατημένος ακόμα κι απ'το τρίξιμο του ανελκυστήρα.
Τα χέρια του είναι σφιγμένα σε γροθιές, το στήθος του ανεβοκατεβαίνει έξαλλα, παλεύοντας για ακόμα και μία ανάσα μέσα στον κλειστοφοβικό χώρο. Η Σία χτυπάει την πλάτη του με το ελεύθερο χέρι της φιλικά ‐ δεν χρειάζεται καν να τεντωθεί για να τον φτάσει, όλοι όσοι βρίσκονται εκεί μέσα θα μπορούσαν άνετα να είναι αλατισμένα ψάρια σε στενή συσκευασία προς πώληση. «Φτάνουμε, Νικολάου.» είναι το μόνο που λέει στο φοβισμένο αγόρι, που γνέφει σιγανά και αφήνει μία ηχηρή εκπνοή αέρα όταν η προς τα πάνω κίνηση σταματάει.
Ένας απ'τους εξίσου οπλισμένους αστυνομικούς ανοίγει τις χειροκίνητες πόρτες του ανελκυστήρα και η Σία περπατάει μπροστά για να βγει πρώτη στον όροφο.
Ο διάδρομος είναι άδειος, τίποτα περίεργο μέχρι τώρα, παρατηρεί βιαστικά, όμως παραμένει αρκετά καχύποπτη. Τα ακροδάχτυλά της αγγίζουν αμυδρά το κρύο μέταλλο του όπλου που κρέμεται απ'τη ζώνη της καθώς προχωράει έξω απ'τις δεκάδες ολόιδιες πόρτες, αργά και σταθερά, οδηγώντας την ομάδα της προς την αμυδρή βοή που έρχεται απ'το βάθος του διαδρόμου ‐ μία βοή ενοχλητική, στο ρυθμό φασαριώζικης μουσικής που διαταράσσει τη μεσημεριανή ησυχία του ορόφου. Τα βήματά της σταματούν μπροστά από μία συγκεκριμένη πόρτα, πίσω απ'την οποία φαίνεται να έρχεται όλη αυτή η ηχορύπανση.
DU LIEST GERADE
Η Λάθος Κόκκινη
Romantik«Δεν εχει πλακα; Νιωθω σαν τη Μουλαν!» «Ναι, μονο που η Μουλαν δεν ντυθηκε σαν αγορι για να ξεφυγει απ'τη γαμημενη αστυνομια, ουτε την κυνηγουσε η Μαφια επειδη ο απαγωγεας της ληστεψε ολοκληρο τον τραπεζικο λογαριασμο τους και τωρα τρεχει μακρια μαζ...