29

1.3K 137 5
                                    

"Άννα αγάπη μου ξύπνα, είναι στο τηλέφωνο ο μπαμπάς" νιώθω τη μητέρα μου να με σκουντάει και γυρνώντας το κεφάλι μου τη βλέπω να μου δίνει το κινητό. Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι για λίγα λεπτά και μετά αρπάζω το τηλέφωνο και περιμένω να ακούσω για ποιο λόγο με ξύπνησαν.

"Άννα μου είμαι σε δέκα λεπτά εκεί. Θες να σου φέρω κάτι;" με ρωτάει όλο ευγένεια και νιώθω περίεργα. "Μπαμπά τι θέλεις;" του λέω κατευθείαν με σκληρό τόνο. "Τίποτα παιδί μου, λοιπόν να σου φέρω κρουασανάκια και καφέ που σου αρέσουν;" απαντάει γλυκά. "Καλά, φέρε ούτως ή άλλως αυτό είναι το πρωινό μου" του το κλείνω και το δίνω πίσω στη μητέρα μου. "Τι θέλει και είναι τόσο ευγενικός;" τη ρωτάω δύσπιστη. Φοβάμαι ότι έχει να κάνει με εκείνη την απόφαση που είχε πάρει κι ήθελε να μας πει.

"Δεν ξέρω παιδί μου αλήθεια. Μάλλον θέλει να μας καλοπιάσει για εκείνο που θέλει να μας πει, αφού ρώτησε και εμένα αν θέλω να μου πάρει σοκολάτα απέξω" η μητέρα μου φαίνεται όντως χωρίς να γνωρίζει κάτι. Δεν ξέρω αν θα είναι καλή αυτή η απόφαση, μάλλον θα μας εκνευρίσει απίστευτα.

"Έλα σήκω, σε λίγο θα είναι εδώ. Πήγαινε να κάνεις μπάνιο και να κατέβα να φάμε το πρωινό μας" κλείνει την πόρτα από πίσω μου αφήνοντας με μόνη μου. Σηκώνομαι βαριεστημένη και πηγαίνω με αργά βήματα στο μπάνιο. Αρπάζω μερικές πετσέτες για τα μαλλιά και το σώμα και μπαίνω για ένα καυτό ντους.

Όσο κάνω το μπάνιο μου, προσπαθώ να σκεφτώ τι μπορεί να θέλει να μας πει ο μπαμπάς. Ίσως να έγινε κάτι κακό με τις δουλειές. Να χάσαμε ίσως χρήματα. Βέβαια αν ήταν τόσα πολλά θα είχε έρθει νωρίτερα και θα άλλαζε ολόκληρη η ζωή μας. Αλλά από την άλλη, αν δεν ήταν κάτι σοβαρό ούτε θα μας άφηνε να περιμένουμε αλλά ούτε θα έκανε γλύκες στο τηλέφωνο.

Βγαίνω έξω και στεγνώνω τα μαλλιά μου γρήγορα. Παρατηρώ ότι το ροζ χρώμα που κάποτε έλαμπε πάνω στο μαλλί, πλέον έχει αρχίσει και ξεθωριάζει. Ε βέβαια, σιγά μην ήταν εύκολο να συγκρατήσω τέτοιο χρώμα! Πάει τελείωσε, θα τα πάω πίσω στο κανονικό τους, ένα καστανό ανοιχτό κι τέλος. Άλλωστε με φωτίζει κιόλας.

Φοράω τη φόρμα μου και ένα κοντομάνικο πλέον λόγω του καιρού μπλουζάκι και κατεβαίνω κάτω όπου την ίδια ώρα ακούω το κουδούνι της πόρτας. Πηγαίνω να ανοίξω την πόρτα και αντικρίζω τον πατέρα μου με τα κρουασανάκια μου και τον φρέντο καπουτσίνο μου. "Καλημέρα μπαμπά" τον φιλάω στο μάγουλο και παίρνω γρήγορα τα πράγματα μου. Εκείνος χαμογελάει και πηγαίνουμε προς την κουζίνα που βρίσκεται η μαμά.

Revenge to the BadBoyWhere stories live. Discover now