Η Ναταλία περιπλανιόταν για πάνω από μια ώρα στους γεμάτους κίνηση δρόμους της αΘήνας. Παρά το γεγονός πως η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει ήσυχα μα βαριά, οι δρόμοι ήταν πολυσύχναστοι και η ζωή συνεχιζόταν κανονικά για όλους. Για εκείνη όμως κάτι είχε αλλάξει απόψε, κάτι είχε πέσει πάνω της να την πλακώσει. Από τότε σχεδόν που τη γνώρισε, ο Ρωμανός πάσχιζε κάθε στιγμή να την πείσει πως ήταν μαζί οι τρεις τους στα πάντα, και το είχε πιστέψει, γι'αυτό και το χτύπημα που την είχε βρει ήταν τόσο αναπάντεχο κι οδυνηρό. Δε μπορούσε να πιστέψει στα αφτιά της όταν τον άκουγε να της λέει βλοσυρά πως ο ίδιος και μόνο θα μιλούσε για όλα στη δανάη. Πώς είχε μπορέσει να της φερθεί έτσι σκληρά κατηγορώντας την για αυτό που έγινε; Τελικά όσο λογικός άνθρωπος κι αν ήταν όταν επρόκειτο για το παιδί του, η λογική του πήγαινε περίπατο κι έβλεπε παντού εχθρούς. Κι εκείνη σαν εχθρό την έβλεπε κι ας τη φιλούσε μόνο δυο μέρες πριν σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από εκείνη.
Βουρκωμένη το κατάλαβε κάποια στιγμή πως αν συνέχιζε έτσι να οδηγεί ίσως και να της συνέβαινε κάτι κακό. Πάρκαρε λοιπόν όσο καλύτερα μπορούσε και παίρνοντας την τσάντα της μπήκε σε ένα μικρό μπαρ που πρώτη φορά το έβλεπε. Η μουσική που έπαιζε εκεί μέσα ήταν νέγρικη και η Ναταλία καθώς βολευόταν σε ένα μοναχικό τραπεζάκι αποφάσιζε να ασχοληθεί μαζί της, να γαντζωθεί από πάνω της μήπως ηρεμούσε. Το κινητό της ήταν και θα παρέμενε κλειστό. Μόνο για να μιλάει με τον ρωμανό φρόντιζε πάντα να το έχει φορτισμένο. Τώρα όμως αμφίβολο ήταν πως θα την αναζητούσε εκείνος. Ζήτησε κουρασμένα να της φέρουν ένα ξηρό κόκκινο κρασί κι όσο το έπινε κι άκουγε τη θρηνητική προσευχή ενός εργάτη στα ορυχεία της αφρικής, αναπολούσε τις όμορφες στιγμές που είχε μοιραστεί με τον Ρωμανό. Ποτέ δε θα ξεχνούσε τότε που είχε έρθει να τη βρει για να της χαρίσει ό,τι πιο πολύτιμο είχε από τη Μαρίνα, ζητώντας της παράλληλα να τον ακολουθήσει στο σπίτι του. Ποτέ δε θα έβγαζε από το νου της το πρώτο φιλί που είχαν μοιραστεί ακόμη κι αν αυτό είχε γίνει κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες...
Ένας άνδρας γύρω στα σαράντα προσπαθούσε να κάνει ώρα τώρα οπτική επαφή μαζί της, κι έτσι αναγκάστηκε να καρφώσει πάνω του το βλέμμα της παγωμένα για να πάρει το μήνυμα και να την αφήσει στην ησυχία της. Το πρώτο κρασί είχε τελειώσει κι εκείνη ένιωθε τα μέλη της να χαλαρώνουν, την ψυχή της όμως την αισθανόταν μολυβένια, έτσι ζήτησε να της φέρουν κι ένα δεύτερο. Σε λίγο τα μάτια της την έκαιγαν κι αυτό εξαιτίας των δακρύων που είχαν μαζευτεί εκεί. Γιατί το κρασί είχε τόσο άσχημη γεύση όταν δεν το έπινε παρέα με τον Ρωμανό;
YOU ARE READING
"Κράτα με"!
Romance-Κράτα με πιο σφιχτά! -δε μπορώ, δεν έχω πια δύναμη. -Τότε βρες την. -δεν αντέχω άλλο. -Μάθε να αντέχεις και δώσε μου πίσω την καρδιά σου. -την έχεις. -λες ψέματα, μόνο μια ψεύτικη πέτρα μου άφησες με το χρώμα του έρωτα. -Το φιλί σου δεν έχει την ίδ...