29

741 98 14
                                    

Η Ναταλία ξεγλίστρησε σαν κλέφτρα από την κρεβατοκάμαρα του Ρωμανού εκείνο το πρωί. Ελάχιστα είχε κοιμηθεί τη νύχτα, μα όχι για δυσάρεστους λόγους. Είχε απολαύσει την κάθε στιγμή της μαζί του και του είχε δώσει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να τον ευχαριστήσει και να τον κάνει χαρούμενο ξανά. Βέβαια είχε βοηθήσει σε αυτό και η τόσο διασκεδαστική παρέα του καθηγητή Αντωνίου. Με την αυγή είχαν αρχίσει πάλι να κάνουν την εμφάνιση τους και οι διάφορες παλιές σκέψεις που είχαν όμως εμπλουτιστεί κι από κάμποσες καινούριες. Επιπλέον την απασχολούσε και πάλι το γραφείο του έκτορα. Μπορεί να είχαν πάει καλά τα πράγματα με τον πατέρα του ως ένα βαθμό τουλάχιστον, μα θα έπρεπε να πάει και πάλι εκεί για να τον ενημερώσει σχετικά με όσα έγιναν χθες αλλά και για να ολοκληρώσει και τη δική της υπόθεση για τον αλεξάνδρου. Την απόκρυψη της αλήθειας από τον Ρωμανό την βίωνε σαν τσίμπημα κακόγουστης φτηνής καρφίτσας στο στήθος της που τη βάραινε όλο και πιο πολύ. Έτσι όπως τον κοιτούσε να χαμογελάει μέσα στον ύπνο του, με πρόσωπο και σώμα χαλαρωμένα, το μόνο που ήθελε ήταν να του τα πει όλα, κι ύστερα να τον πάρει από το χέρι και να εξαφανιστεί μαζί του μια για πάντα από προσώπου γης.

Μπήκε στο μπάνιο ήσυχα και τρίφτηκε με το σαπούνι του μέχρι που την πόνεσαν τα χέρια της. Μετά, ντύθηκε με μαύρο παντελόνι και ένα σκούρο πράσινο πουκάμισο κι εγκατέλειψε το σπίτι με ένα χαμόγελο αχνό. Ο Ρωμανός ήταν πολύ κουρασμένος και αν μπορούσε να ξεκλέψει ακόμη λίγο ύπνο μόνο κερδισμένος θα έβγαινε από αυτό.

Αγόρασε κάτι από έναν φούρνο και μετά πήγε κατευθείαν στο γραφείο. Ένα σφίξιμο στο στομάχι την έκανε να καταλάβει πως ο έΚτορας ήταν ήδη εκεί. Βέβαια και η κολόνια του αποτελούσε αλάνθαστο σημάδι της παρουσίας του. Η Ναταλία με κόπο κατέπνιξε την απογοήτευση της. Μπορεί να μην την είχε αγγίξει αλλά ένιωθε πως είχε προδώσει τον γιατρό μαζί του.

Σηκώθηκε στη στιγμή και την πλησίασε.

-Καλημέρα, ήρθες; σΟυ έφτιαξα κιόλας καφέ.

Η Ναταλία ακούμπησε στην άκρη του γραφείου τη σακούλα της από το φούρνο και του ανταπέδωσε το χαμόγελο όσο πιο φυσικά μπορούσε.

-Βέβαια ήρθα, είναι καλά ο κύριος Δαμιανός;

Ο Έκτορας πήγε και της έφερε μια γεμάτη κούπα με καφέ καραμέλα, την οποία εκείνη πρώτη φορά την έβλεπε. Ήταν διακοσμημένη με μικροσκοπικά αστέρια και ρόμβους.

"Κράτα με"!Where stories live. Discover now