42

902 96 10
                                    

Ξύπνησε με ένα αχνό χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της. Το ήξερε προτού ακόμη τον αναζητήσει πως εκείνος είχε φύγει αλλά δεν την πείραζε, κόντευε πια να τα συνηθίσει όλα αυτά. Άγγιξε το σώμα της στα ίδια σημεία που την είχε αγγίξει τόσες φορές μέσα στην περασμένη νύχτα και το χαμόγελο της διευρύνθηκε. Ήταν Παρασκευή, έπρεπε να σκίσει άλλο ένα χαρτάκι. Σηκώθηκε και το έκανε. Μετά, μπήκε στην κουζίνα κι έβαλε νερό στην καφετιέρα κι ετοιμάστηκε να παίξει με τα βαζάκια του καφέ αλλά δεν πρόλαβε. Είδε πως πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα που είχε πάνω του κολλημένη μια ετικέτα. Γέλασε κι ας ήταν αγουροξυπνημένη, του ήταν αδύνατο να μην κάνει άλλο ένα κόλπο πριν φύγει από το σπίτι της.

«καλημέρα, αυτός ήταν κλειστός, γαλλική καραμέλα λέει, δε δοκιμάζεις; Ευχαριστώ για χθες». Η Ναταλία συνειδητοποίησε πως ο Ρωμανός είχε δίκιο, ποτέ δεν είχε πιει από τον συγκεκριμένο καφέ κι ας τον είχε αγοράσει πριν από καιρό. Άνοιξε το καπάκι και τον μύρισε, είχε πλούσιο δυνατό και γλυκό άρωμα. Έριξε μια ικανοποιητική ποσότητα στην υποδοχή που έπρεπε και μετά πήγε να κάνει μπάνιο. Πέρασε πολλή ώρα μέσα στη μπανιέρα να τρίβεται με το σαπούνι κανέλας που είχε σχήμα αχλαδιού, δε βιαζόταν άλλωστε να πάει κάπου εκείνο το πρωί. Τη Ρουμπίνη θα τη συναντούσε το μεσημέρι, όλες τις δουλειές της ως τότε θα τις έκανε από το σπίτι. Πρώτα από όλα ήθελε να μελετήσει διεξοδικά το προσχέδιο της σύμβασης της κι ύστερα... αναθεμάτισε τον ρωμανό και βγήκε από τη μπανιέρα αρπάζοντας ένα ωραίο χνουδωτό μπουρνούζι. Με τα τόσο πρόσφατα καμώματα του της είχε δώσει μια ιδέα για το εναρκτήριο μάθημα της. Θα έπρεπε να καθίσει και να την επεξεργαστεί αλλά η βάση ήταν ενδιαφέρουσα και για μια ακόμη φορά του το χρωστούσε. Μπήκε στην κουζίνα με το κινητό στα χέρια. Το δωμάτιο είχε πλημμυρίσει από τη θαυμάσια μυρωδιά του καφέ. Γέμισε την κούπα και κάθισε στο τραπέζι αλλά σηκώθηκε πάλι χωρίς να πιει. Πήγε κι έφερε εκεί τόσο το λάπτοπ της όσο και την τσάντα της. Τα ακούμπησε και τα δυο στο μεγάλο τραπέζι κι ύστερα αναστέναξε με χαρά. Τώρα μπορούσε να αρχίσει τη μέρα της.

Κοίταξε την οθόνη του κινητού της για την ώρα, κόντευε εννιά και μισή... Βρήκε και ένα μήνυμα και το άνοιξε, ήταν από τον ρωμανό που δε σταματούσε ποτέ και πουθενά.

«Καλημέρα και πάλι, είναι καλός ο καφές; Η Μυρτώ θα βγει το μεσημέρι κατά πάσα πιθανότητα. Θα περάσει το σαββατοκύριακο στο σπίτι του Φίλιππου, κανείς τους δε βλέπει τον λόγο να γυρίσει στο δικό της κι έχουν δίκιο νομίζω. Για δες αυτό, πώς σου φαίνεται»;

"Κράτα με"!Where stories live. Discover now