26

749 107 15
                                    

Αργά το μεσημέρι γύρισε τελικά η Ναταλία στο σπίτι της. Οι πελάτες του έκτορα που δεν ήταν και λίγοι αποδείχθηκαν ιδιαίτερα απαιτητικοί, διψασμένοι σχεδόν για να μάθουν όλες τις λεπτομέρειες που ήταν σχετικές με την υπόθεση τους, ακόμη κι αν δεν τις καταλάβαιναν και τόσο καλά. Έκανε πάντως το καλύτερο της για να τους κατατοπίσει με σαφήνεια και ειλικρίνεια, και ύστερα ασχολήθηκε λίγο και με τη δική της υπόθεση. Καθώς επέστρεφε πάντως, το αντιλήφθηκε πως ο νους της είχε ξεστρατίσει πολύ μακριά από τη δουλειά. Ένιωθε πως το μυαλό της είχε αποκτήσει φτερά και γοργοπερνούσε πάνω από έναν λαβύρινθο που δεν είχε αρχή και τέλος, μόνο μονοπάτια που γλιστρούσαν το ένα μέσα στο άλλο. Κι αυτά τα μονοπάτια που είχαν στην κάθε τους άκρη τον Ρωμανό, τον έκτορα μα και τον εκδότη της, τη μπέρδευαν όλο και πιο πολύ.

Μπήκε σε ένα σούπερ μάρκετ κι αγόρασε μια μικρή πίτα με γέμιση λαχανικών και όταν ξεκλείδωσε λίγο αργότερα την πόρτα του σπιτιού της χαμογέλασε ανακουφισμένη και έσπευσε να βάλει το φαγητό στο φούρνο. Μετά, ανέβηκε πάνω, έκανε ένα χλιαρό μπάνιο και κατέβηκε ξανά. Τώρα ήταν ντυμένη με μια λεπτή και λευκή μεταξωτή ρόμπα που τη δρόσιζε αισθητά.

Προτού μπει στην κουζίνα για να ελέγξει το φαγητό που είχε κιόλας αρχίσει να μοσχομυρίζει, βεβαιώθηκε πως κανένα σημάδι της παραμονής του έκτορα εκεί δεν υπήρχε πουθενά. Είχε ακόμη έντονες τύψεις και το ήξερε πως θα ήταν καλό να μιλήσει για αυτό με τον Ρωμανό. Μόνο που δεν ήταν καθόλου βέβαιη πως εκείνος θα την εκλάμβανε θετικά την τόση της ειλικρίνεια.

Προκειμένου να αποφύγει ξανά την είσοδο της μέσα στον γνωστό της πια λαβύρινθο, τον αποτελούμενο από σκέψεις, έστρωσε το τραπέζι της κουζίνας πεισματικά. Όχι, δε θα γλιστρούσε και πάλι στο σαλόνι της για να φάει απομονωμένα στα κλεφτά σχεδόν...

Τράβηξε την πίτα από τον φούρνο, κι αφού την έκοψε επιμελημένα, έβαλε δυο μεγάλα κομμάτια σε ένα πιάτο και μετά κάθισε στην αγαπημένη της θέση. Καθώς μασούσε την πρώτη μπουκιά με κίνδυνο να καεί, αποφάσισε πως δε θα έπινε κρασί εκείνο το μεσημέρι. Αρκετή ζαλάδα της έφερναν όλα της τα προβλήματα, δε θα πρόσθετε κι άλλη. Μα δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος. Ήθελε να τελειώσει με την ιστορία για τον μικρό Άγγελο, έτσι ώστε να μπορέσει να την παραδώσει στον Ρωμανό το ίδιο βράδυ που θα τον συναντούσε. Ρόδισαν τα μάγουλα της και μόνο στη σκέψη του.

Πώς μπορούσε να του κρατάει τόσα μυστικά; Από τη μια ο έκτορας, από την άλλη...

Πιέστηκε να φάει όλο το φαγητό, και μετά έπλυνε τα πιάτα και τακτοποίησε την κουζίνα με τρόπο σχεδόν ψυχαναγκαστικό. Κάτι θα έκανε, κάποια λύση θα έβρισκε... σΤο κάτω- κάτω η αγάπη δεν ήταν πάνω από όλα στη ζωή;

"Κράτα με"!Where stories live. Discover now