3.8

384 29 0
                                    

Το φως αντανακλούταν στην δροσερή επιφάνεια της πισίνας, οι χρυσαφένιες ακτίνες του ηλίου αναπηδούσαν από τα κύματα και κατέληγαν στα μάτια του. Ήταν μια ζεστή μέρα, ο καλοκαιρινός άνεμος είχε ξεκουραστεί και είχε πάει για ύπνο για το υπόλοιπο της μέρας, σταγόνες ιδρώτα εμφανίζονταν στο φρύδι του. 

Έδιωξε τα μαλλιά του από το πρόσωπό του, ήταν ακόμα βρεγμένα από την τελευταία του βουτιά, και κοίταξε τον κήπο. Το γρασίδι ήταν κομμένο κοντό, και τα παρτέρια ήταν τέλεια χωρισμένα από εκπαιδευμένα χέρια. Μπάμπουρες* χτυπούσαν τα φτερά τους καθώς πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι, έχοντας πλήρη άγνοια της ζέστης. Δύο λακκάκια εμφανίστηκαν στα μάγουλά του καθώς ένα από τα τριχωτά πλασματάκια προσγειώθηκε στο γόνατό του. 

*μπάμπουρας: αγριομέλισσα

"Γεια σου," είπε, και εκείνο σήκωσε τις μικρές του κεραίες και τον χαιρέτησε. "Δύσκολη μέρα σήμερα; Όλα αυτά τα λουλούδια που έχεις να επισκεφτείς, θα πρέπει να είναι πολύ κουραστικό." Ο μπάμπουρας κούνησε τον πισινό του λες και συμφωνούσε μαζί του. Ο Χάρι γέλασε λιγάκι πριν εκείνος πέταξε μακριά, το ζουζούνισμα των φτερών του ξεθώριασε καθώς χανόταν μακριά. Ο ήχος ανασών πήρε τη θέση του, και ο Χάρι γύρισε για να δει την Αμπιγκέιλ να βρίσκεται δίπλα του. Ήταν ξαπλωμένη σε μια ξαπλώστρα, τα χλωμά της άκρα ποτίζονταν από τον ήλιο. 

Ο Χάρι έβαλε το χέρι του πάνω στο πόδι της, τα δάχτυλά του χάιδευαν το δέρμα απαλά. Η Αμπιγκέιλ είχε προσέξει τις γρατζουνιές στην πλάτη του το προηγούμενο βράδυ, οι κόκκινες γραμμές ήταν ζωγραφισμένες πάνω στο δέρμα του και έπεσαν στα μάτια της καθώς ξεκούμπωνε το πουκάμισό του. Εκείνος περίμενε πως θα του φώναζε, θα ούρλιαζε, θα ζητούσε εξηγήσεις, αλλά δεν το έκανε. Αντί γι αυτό, τα μάτια της μαλάκωσαν, όπως το χώμα μετά από μια καταιγίδα, και τα γυμνά χείλη της άγγιξαν το δέρμα του. Λέξεις άφησαν το στόμα του, αλλά καμία από αυτές δεν έβγαλε ήχο, και καθώς τα χείλη της πάγωναν το σώμα του, θα ορκιζόταν πως είδε μια μωβ σκιά στον λαιμό της. 

Ήχος γέλιο έφτασε στα αφτιά του, και κοίταξε πάνω. Σεντόνια κρέμονταν από τα κλαδιά της κερασιάς, και μια κουβέρτα ήταν απλωμένη από κάτω τους. Δεν μπορούσε να δει τις λεπτές φιγούρες τους, το λευκό ύφασμα όχι μόνο τους προστάτευε από τον ήλιο, αλλά και από τα μάτια του. Αλλά μπορούσε ακόμα να τους ακούσει, οι χαμηλές τους φωνές και το πνιγμένο γέλιο τους ταξίδευε στον κήπο, χτυπώντας τα ασημένια φτερά του καθώς έφτανε στα αφτιά του. Είχε μάθει τα ονόματά του μετά από τόσο καιρό· Λία, Κιέραν και Ληθ, είχε δει τα χαμογελαστά τους πρόσωπα σε φωτογραφίες και είχε ακούσει τις ιστορίες τους να πέφτουν από μαλακά ζεστά χείλη, και με κάποιο τρόπο, τους λάτρευε, γιατί την έκαναν χαρούμενη, την έκαναν να χαμογελά, την έκαναν να αγαπά. Και ήξερε πως η Αδελαΐδα δεν θα ήταν ποτέ η ίδια χωρίς αυτούς. 

"Θα ήθελες λίγο τσάι, αγαπημένη μου Αδελαΐδα," η Λία είπε, η φωνή της κρυμμένη πίσω από μια προφορά ανάλογη με αυτή της αγγλικής αριστοκρατίας. 

"Ω, ναι. Αυτό θα ήταν υπέροχο," η Αδελαΐδα απάντησε, σηκώνοντας το φλιτζάνι της για να συναντήσει την τσαγιέρα διακοσμημένη με τριαντάφυλλα, καθώς το περιεχόμενό της χυνόταν έξω. Ατμός βγήκε από αυτή, και η μυρωδιά γαργάλησε τη μύτη της. Το υγρό είχε ένα απαλό κίτρινο χρώμα, τα φύλλα τσαγιού έχοντας εντελώς αναμειχθεί με το κάποτε διάφανο ποτό. Σε έναν παρατηρητή θα έμοιαζε με φυσιολογικό τσάι, αλλά αν άφηναν μια σταγόνα από αυτό να πέσει στις απροετοίμαστες γλώσσες τους, οι φάτσες τους θα τσαλακώνονταν από την έκπληξη, καθώς 20% βότκα θα έτρεχε στον λαιμό τους. 

Ένα ελαφρύ κοκκκίνισμα είχε προσγειωθεί στα μάγουλά τους, και καθώς συνέχιζαν να πίνουν το τσάι-θαύμα τους, οι κόκκινες, μπλε και κίτρινες γραμμές άρχισαν να κολυμπούν μπροστά από τα μάτια τους. 

"Οπότε αυτό είναι," ο Ληθ είπε, σηκώνοντας την λίστα από μπροστά τους. "Αυτό είναι το τελικό, εξαίσιο, υπέροχο πράγμα;" σηκώθηκε, ένα μουγκρητό άφησε τα χείλια του Κιέραν καθώς το κεφάλι του έπεσε στο πάτωμα, το τόσο υπέροχο μαξιλάρι του είχε φύγει από το γρασίδι καθώς ακολουθούσε τον υπόλοιπο Ληθ στην διαδικασία του ξεντώματος της πλάτης του. 

"Ναι, αυτό είναι."η Αδελαΐδα απάντησε, βλέποντα τα χείλη του να τυλίγονται γύρω από τα ονόματα που ήταν γραμμένα εκεί, αναμνήσεις περνούσαν από το μυαλό του καθώς τα φαντάσματα των ανθρώπων αυτών κολυμπούσαν στα μάτια του. "Αυτό είναι," εκείνη ψιθύρισε, και καθώς ο ήλιος έπεφτε πάνω τους, και τα μυαλά τους κολυμπούσαν στο μέλλον, τα μάτις τους λούζονταν στην περιπέτεια και οι φωτιές στις καρδιές τους έριχναν το φωτεινό τους φως πάνω στις κόκκινες, μπλε και κίτρινες γραμμές στον χάρτη μπροστά τους. 

Καθώς η μέρα γινόταν νύχτα, και τα λευκά σεντόνια κατεβάστηκαν από τα δέντρα, ο Χάρι και η Αδελαΐδα βρήκαν τους εαυτούς τους να στέκονται ο καθένας μπροστά από το μπάνιο του, ο καθένας μπροστά από τον καθρέφτη του. Άφησαν τα χέρια τους να ταξιδέψουν στο σώμα τους, ευχόμενοι να άνηκαν σε κάποιον άλλο, Άκουσαν τους χτύπους της καρδιάς τους, κοίταξαν επίμονα τα μάτια τους, και ευχήθηκαν να άνηκαν στον άλλο. Αλλά στην μοναξιά τους, μπορούσαν να δουν τα σημάδια άλλων πάνω στα σώματά τους, θαμμένα βαθιά στο δέρμα τους. 

Γιατί οι γοφοί της ήταν μπλε, 

και η πλάτη του κόκκινη. 

Αλλά οι λαιμοί και των δύο ήταν σχηματισμένοι με μωβ σημάδια μάχης από εκεί που είχαν συναντηθεί, και έβρισκαν ο ένας τον άλλο τόσο ερωτεύσιμο, που είχαν αναμειχθεί μαζί σε ένα.  

Daddy Issues ||h.s.(Ελληνική Μετάφραση)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora