Λένε πως ήταν το πιο ζεστό καλοκαίρι που τίμησε τη γη, αλλά ο ήλιος σπάνια φιλούσε το δέρμα του, και έτσι έγινε χλωμός σαν χιόνι, ενώ τα δάχτυλά του έγιναν μαύρα σαν κάρβουνο. Αλλά αυτή τη φορά, το μυαλό του δεν ήταν κλειστό, ήταν ορθάνοιχτο, λες και κάποιος είχε σκίσει τη ροζ γυάλινη ζωγραφιά μπροστά από τα μάτια του, και μπορούσε επιτέλους να δει καθαρά. Γέμιζε άσπρες σελίδες με μαύρες καρδιές και δέντρα που πέθαιναν, γκρίζα βουνά και μελανιασμένα χείλη , καμμένα σπίτια και σπασμένα πλευρά που ξεπρόβαλαν από λευκή σάρκα.
Μερικές φορές κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη και γέλαγε, γιατί επιτέλους ταίριαζαν· κάρβουνο στα δάχτυλά του και κάρβουνο στο στήθος του. Κάρβουνο στα μάγουλά του και κάρβουνο στο μυαλό του. Ήταν όλα τόσο μαύρα. Μαύρα. Μαύρα. Μαύρα.
Σημάδευε τα σεντόνια το βράδυ, και η Αμπιγκέιλ τον έβριζε, αλλά εκείνος δεν έδινε δεκάρα. Απλώς πίεζε τα γκρίζα του χείλη ενάντια στα δικά της, και άγγιζε το πρόσωπό της μέχρι που εκείνη αναστέναζε και περνούσε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του. Κάθε απόγευμα την φιλούσε, και κάθε βράδυ εκείνη αναστέναζε το όνομά του. Στην αρχή, την είχε διώξει, αποφεύγοντας τα κόκκινα χείλη της, αλλά μετά είχε δει τις μωβ υποψίες χρώματος στον λαιμό της, και φοβήθηκε πως θα την έχανε.
Οπότε τώρα την φιλούσε κάθε βράδυ και της έφτιαχνε καφέ κάθε πρωί, ελπίζοντας οι μέρες να περάσουν γρήγορα.
Και πέρασαν. Πετούσαν με τα σκουριασμένα φτερά τους, ίσα ίσα που ανακάτευαν τα μαλλιά τους καθώς πήγαιναν. Μέρα. Νύχτα. Μέρα. Νύχτα. Που μετατράπηκαν σε βδομάδες, μήνες, ώριμα φρούτα μεγάλωναν στα κλαδιά τους, και σιγά σιγά αποσυντίθονταν γιατί κανένας δεν τα έκοβε.
Γιατί έμενε ο Χάρι; Η ερώτηση μπορεί να έχει σχηματιστεί στο μυαλό σου ήδη, σιγά σιγά να κρυσταλλοποιείται σε λέξεις καθώς ετοιμαζόσουν να τις αφήσεις να κυλήσουν από το στόμα σου. Αλλά η αλήθεια είναι· δεν νομίζω να ήξερε ούτε ο ίδιος την απάντηση. Υποθέτω πως κάποιο μικρό κομμάτι του εαυτού του ακόμα πίστευε πως η Αδελαΐδα θα γυρνούσε, πως μια μέρα θα στεκόταν στην πόρτα του δωματίου του, δαγκώνοντας το χείλος της καθώς του χαμογελούσε. Ποτέ δεν το έκανε, και έτσι η ελπίδα του μίκραινε κάθε μέρα.
Δεν ήταν τα πάντα χάλια. Υπήρχαν ακόμα στιγμές που η μελαχρινή γυναίκα θα ξεκούραζε το κεφάλι της στον ώμο του, ήσυχα εισπνέοντας την μυρωδιά του καθώς του έδινε ένα φλιτζάνι τσάι. Υπήρχαν ακόμα στιγμές που ο Χάρι φιλούσε το κεφάλι της και της χαμογελούσε το πρώιμο πρωινό φως, τα κοιμισμένα χείλη του τυλίγονταν γύρω από τις λέξεις: "Να έχεις μια καλή μέρα," πριν η Αμπιγκέιλ φύγει για τη δουλειά.
Μια στιγμή, συγκεκριμένα, χαμογελούσε με τριανταφυλλένια χείλη μέσα από τις αναμνήσεις εκείνου του καλοκαιριού.
Για άλλη μια φορά, ένα παλιό βινύλιο γύριζε τεμπέλικα στο πικάπ, το χαρακτηριστικό μουρμούρισμα της βελόνας που γδερνόταν πάνω στον δίσκο γέμιζε το σαλόνι. Ο απογευματινός ήλιος είχε στείλει τις χρυσές του ακτίνες μέσα από τις κουρτίνες, και σκιές έπαιζαν πάνω στα μάγουλά της. Τα χείλη τους είχαν χρωματιστεί κόκκινα, το κρασί είχε αγαπήσει τα στόματά του τόσο πολύ που είχε αφήσει μικρές πιπιλιές. Ο Χάρι είχε αφήσει το ποτήρι του, και το χέρι του έφτασε το δικό της, σιγά σιγά τραβώντας τη μακριά από την καρέκλα. Η μουσική τυλίχτηκε γύρω τους, μια γυαλιστερή φούσκα που θα έσπαγε αν κινούνταν πολύ απότομα. Γι' αυτό κινήθηκαν απαλά, και εκείνος την γύριζε ήσυχα γύρω στο σαλόνι καθώς μουρμούριζε μαζί με τους τόνους που δεν είχε ξανακούσει, και δεν θα ξανάκουγε ποτέ.
Αλλά υπήρχαν και κακές μέρες. Όπως την μέρα που τα μαλλιά του άγγιξαν τον ώμο του για πρώτη φορά, και εκείνη του ζήτησε να τα κόψει. Ή τη μέρα που ο Χάρι περιπλανήθηκε υπερβολικά μακριά στο δάσος, και δεν ήρθε σπίτι για βραδινό. Αλλά η χειρότερη μέρα απ' όλες, δεν ήταν καν μέρα, ήταν νύχτα.
Ήταν η νύχτα που ο Χάρι ξύπνησε, το βάρος της απουσίας της τον τράβηξε έξω από τα όνειρά του. Ο ήχος των ανασών της είχε ησυχάσει, και η ζεστασιά του σώματός της δίπλα του ξεθώριαζε. Ήταν μόνος· τα χλωμά σεντόνια κολλούσαν πάνω του σαν τα κατάχλωμα χέρια ενός πτώματος. Δεν ήξερε πού είχε πάει, ή γιατί ακόμα και αυτή τον είχε αφήσει. Αλλά σύντομα ο υπόκωφος ήχος των λυγμών της έφτασε τα αυτιά του, και ένιωσε τα βίαια κύματα του μυαλού του να συνθλίβονται στη στεριά ξανά.
Η Αμπιγκέιλ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της κόρης της κλαίγοντας, σφίγγοντας το μαξιλάρι της καθώς προσπαθούσε να εισπνεύσει τα τελευταία ίχνη της μυρωδιάς της. Αλλά όλα ήταν μάταια, γιατί είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που η Αδελαΐδα ξεκούρασε το κεφάλι της πάνω του, και μια αιωνιότητα θα περνούσε πριν το ξανακάνει. Η σκουρομάλλα γυναίκα θρηνούσε, προσπαθούσε να ηρεμήσει το κλάμα της, αλλά η καρδιά της πονούσε· τα διαμάντια στο στήθος της έτρεμαν κάτω από την ατυχή πίεση της μητρικής αγάπης.
Στην αρχή, ο Χάρι δεν κατάλαβε γιατί έκλαιγε, αλλά το πρωί, όταν τα δάκρυα είχαν στεγνώσει στα μάγουλά της, και έφτιαχνε πρωινό ήσυχα, είδε την ημερομηνία που ήταν κυκλωμένη με κόκκινο. Και μετά ξαφνικά κατάλαβε γιατί εκείνη ήταν η χειρότερη μέρα απ' όλες.
Γιατί;
Επειδή ήταν η μέρα που συνειδητοποίησε πως η Αδελαΐδα δεν θα επέστρεφε. Επειδή ήταν η μέρα που ο Χάρι έχασε κάθε ελπίδα. Επειδή ήταν η πρώτη μέρα του δέκατου ένατου έτους της Αδελαΐδας, και η μέρα που έκλεισε τα δεκαοχτώ.
![](https://img.wattpad.com/cover/166797332-288-k577744.jpg)
BẠN ĐANG ĐỌC
Daddy Issues ||h.s.(Ελληνική Μετάφραση)
Teen FictionΕάν ανέφερες το όνομά της σε έναν σχολικό διάδρομο, ή στις τουαλέτες των κοριτσιών, πάντα θα έπαιρνες το ίδιο βλέμμα και το ίδιο πλάγιο χαμόγελο ως απάντηση. Επειδή ήταν ένας αστικός θρύλος. Θα ήταν κάποια που ο κόσμος έφερνε ως παράδειγμα στα μικρ...