Κεφάλαιο 4ο

39 10 2
                                    

Στο αυτοκίνητο επικρατούσε απόλυτη σιγή. Ο μόνος ήχος που έσχιζε την υπερβολική αυτή σιωπή ήταν αυτός της μηχανής του αυτοκινήτου που μούγκριζε, ενώ γλιστρούσε στην άσφαλτο. Δεν έδινα καμία σημασία στο που ακριβώς βρισκόμασταν· απλά ασχολιόμουν με το κινητό μου. Λογικά είχαμε περάσει τα μισά της διαδρομής, επειδή δεν έβλεπα πια την θάλασσα και είχαμε μπει στην ύπαιθρο.

Ο Άντριου με κοίταξε από καθρέφτη πάνω από το κεφάλι του. Ήμουν σίγουρη ότι το έκανε αυτό, άκουσα εκείνο το αχνό γέλιο που είχε όταν με έβλεπε με το πρόσωπο κολλημένο στο κινητό. «Είμαστε στα μισά της διαδρομής. Σε λίγη ώρα θα έχουμε φτάσει στο σχολείο», μου είπε προσπαθώντας να ανοίξει κουβέντα.

«Τέλεια...», μουρμούρισα χωρίς να σηκώσω το βλέμμα μου από το κινητό. Δεν ήμουν στις καλές μου και την πλήρωνε ο καλύτερός μου φίλος. Ντροπή μου.

«Πολύ μιλάς, με πέθανες», γέλασε προσπαθώντας να μου φτιάξει την διάθεση, αλλά μάλλον δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. «Δεν έχεις και πολύ όρεξη σήμερα βλέπω. Πάλι τσακωθήκατε;» Φυσικά και εννοούσε εμένα και την μητέρα μου.

«Σοβαρά τώρα, έχω την απορία, υπάρχει καμία μέρα σε ολόκληρη τη ζωή μου που να μην έχουμε τσακωθεί και δεν το θυμάμαι;» Χαμογέλασα πετώντας το κινητό μου στην άκρη, ώστε να μπορώ να τον βλέπω, χωρίς να μου αποσπάται η προσοχή.

«Εεε... Δεν νομίζω...», μου χαμογέλασε και εκείνος.

Ο Άντριου και εγώ ήμασταν φίλοι από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Ήταν ο γιος της Μιράντας αλλά βέβαια πολύ μεγαλύτερος από μένα, αλλά μεγαλώσαμε μαζί. Τον έβλεπα πάντα σαν μεγάλο αδερφό. Ασχολιόταν μαζί μου ακόμα και όταν δεν είχε καμία όρεξη· ακόμα και όταν ήθελα να παίξω με κούκλες. Μέχρι και τότε καθόταν μαζί μου. Ήταν ο μόνος που δεν με βαριόταν ποτέ. Αργότερα με βοηθούσε με ό,τι με απασχολούσε και κρατούσε κάποια από τα μυστικά μου, αλλά δεν γνώριζε ούτε αυτός το πιο κρυφό μου. Είχα σκεφτεί κάποια στιγμή να του το πω, αφού είχε αρχίσει να με ρωτά για τα σημάδια που εμφανίζονταν, αλλά τελικά δεν το έκανα. Ήταν καλύτερα έτσι πίστευα. Δεν ήθελα να χάσω κι άλλον.

Όταν ο μπαμπάς μου πέθανε, εκείνος μου στάθηκε παραπάνω από τον καθένα. Ήταν ό,τι μου είχε απομείνει. Ήξερε πως είναι να χάνει κάποιον που αγαπάς. Και ο δικός του πατέρας είχε πεθάνει. Ήθελε να με βοηθήσει να το ξεπεράσω μιας και αυτός ποτέ δεν είχε κάποιον να κάνει το ίδιο. Είχε προσπαθήσει πιο σκληρά από όλους τους άλλους γύρω μου να συνεχίζει να μου θυμίζει ότι ο πατέρας μου θα ήθελε να είμαι δυνατή. Έτσι ήταν. Με φρόντιζε πάντα, ακόμα και όταν δεν είχα ανάγκη. Είχε καταφέρει να αποκτήσει μεγάλη σημασία στην ζωή μου. Σε μια ζωή που πολύ δύσκολα δεχόμουν αλλαγές, αλλά αυτός το άξιζε. Αν κάποιος με ρωτούσε τι είναι ο Άντριου για μένα θα έλεγα κατευθείαν αδερφός, οικογένεια.

Ο Τελευταίος ΕφιάλτηςWhere stories live. Discover now