Κεφάλαιο 48ο

18 3 0
                                    

Ξύπνησα χωρίς την αίσθηση του χώρου γύρω μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου μερικές φορές μέχρι να συνηθίσω το φως που έμπαινε από τις ανοιχτές κουρτίνες και στριφογύρισα στον στενό μου χώρο γυρνώντας προς την μεριά του Κρις. Ένα αυθόρμητο χαμόγελο κάλυψε το πρόσωπό μου αυτόματα. Ακόμα κοιμόταν. Με κρατούσε με το ένα του χέρι στην αγκαλιά του και εγώ είχα κουλουριαστεί δίπλα στο σώμα του. Το άλλο ήταν ακουμπημένο στο γυμνό στέρνο του, πάνω στο δικό μου, που ανασηκωνόταν σε κάθε του ανάσα. Ήταν ήρεμος, γαλήνιος και μια σγουρή τούφα είχε πέσει στο μέτωπό του.

Το μαξιλάρι που ακουμπούσα μύριζε από την κολόνια του. Σήκωσα το κεφάλι μου από εκεί και στο στήριξα στο χέρι μου. Τον παρακολουθούσα ενώ κοιμόταν και πέρασα το χέρι μου από το μέτωπο και έπειτα τα ζυγωματικά του. Άρχισε να κουνιέται και εγώ ξάπλωσα δίπλα του κλείνοντας γρήγορα τα μάτια μου. Ένιωσα το στρώμα δίπλα μου να βουλιάζει λίγο παραπάνω και κατάλαβα ότι είχε ανασηκωθεί. Κατάλαβα ότι έσκυψε προς το μέρος μου και προσπάθησα να μην γελάσω αλλά απέτυχα.

Τον άκουσα να χαμογελά και αυτός και έγειρε στο αυτί μου με μια νυσταγμένη φωνή. «Δεν είσαι καλή ηθοποιός», μουρμούρισε και φίλησε ένα σημείο πίσω από το αυτί μου.

«Το ξέρω», ψιθύρισα με ένα πιο πλατύ χαμόγελο και τον άφησα να με φιλήσει τοποθετώντας τα χέρια μου στον λαιμό του. Αυτός ανέβηκε πάνω μου και έβαλε τα χέρια του κάτω από το στραβοκουμπωμένο μου πουκάμισο.

«Καλημέρα», είπε αφού σταμάτησε να με φιλάει με ένα λοξό χαμόγελο.

«Καλημέρα», παπαγάλισα.

Πήρε μια μπούκλα που είχε πέσει στο πρόσωπό μου και την έβαλε πίσω από το αυτί μου. «Κοιμήθηκες καλά;» Έγνεψα καταφατικά και γέλασε. «Θα συμφωνήσω μαζί σου».

Έγειρε για να ενώσει πάλι τα χείλη μας αλλά ένας χτύπος ακούστηκε από την πόρτα. Ο Κρις πήρε έντρομος τα μάτια του από πάνω μου και κοίταξε την πόρτα και έπειτα πάλι εμένα. Ο φόβος πρέπει να καθρεφτιζόταν και στα δικά μου μάτια γιατί την επόμενη στιγμή την περάσαμε κοκκαλωμένοι να συνομιλούμε με το βλέμμα.

«Κρις άνοιξε. Ακόμα κοιμάσαι, βλάκα;» Ο Άλεκ.

Εγώ και ο Κρις ξεμπλεχτήκαμε από τα σκεπάσματα και ξεκολλήσαμε ο ένας από τον άλλον. Έδειξα προς το παράθυρο και πήγαμε προς τα εκεί.

«Ανοίγω, περίμενε. Είναι κλειδωμένα».

Πάλι καλά που είχε σκεφτεί να κλειδώσει σε περίπτωση που κάποιος έμπαινε μέσα χτες όσο μιλούσαμε ή όσο... Τέλος πάντων. Κοκκίνισα μέσα σε μια στιγμή. Κάθισα ανακούρκουδα στο περβάζι και ο Κρις έκλεισε την κουρτίνα. Όσο έκανε για να φτάσει προς την πόρτα πέταξε πάνω στο κρεβάτι τα ρούχα που είχαν πέσει στο πάτωμα.

Ο Τελευταίος ΕφιάλτηςWhere stories live. Discover now