Κεφάλαιο 5ο

42 6 2
                                    

Για την επόμενη ώρα επικράτησε μια παράξενη σχεδόν ηρεμία. Οι ρόδες του αυτοκινήτου κυλούσαν αργά, σχεδόν υπνωτικά πάνω στην άσφαλτο καθώς περνούσαμε τον δρόμο προς το σχολείο. Δεν μπορούσα να πω, φυσικά, ότι ήμουν ενθουσιασμένη που γύριζα πίσω, αλλά στα αλήθεια αν υπήρχε κάτι για το οποίο χαιρόμουν ήταν ότι βρισκόμουν πάλι σε αυτό το εξοχικό περιβάλλον.

Γύρω μας τα δέντρα υψώνονταν παρατεταγμένα στην σειρά, δημιουργώντας ίσκιο και από τις δύο πλευρές του δρόμου, αφήνοντας λίγες φωτεινές ηλιαχτίδες να τα διαπεράσουν. Αυτό το παιχνίδι του ήλιου με το φύλλωμα των δέντρων γύρω μας, γέμιζε την εικόνα του δάσους με διάφορες αποχρώσεις του πράσινου και του κίτρινου. Περιποιημένοι θάμνοι και χαμηλά φυτά στέκονταν σαν φράκτες μπροστά από τα γιγάντια δέντρα, ακίνητοι φρουροί, σαν να ήθελαν να τα εμποδίσουν να βγουν στον δρόμο. Μερικοί από αυτούς είχαν πάνω τους μικρές χρωματιστές κουκκίδες, μικρά μπουμπούκια που θα άνθιζαν σε λίγο καιρό και θα έδιναν περισσότερη ζωή στο σχεδόν μονότονο πράσινο των φύλλων. Κίτρινα, λευκά, ροζ και κόκκινα φθινοπωρινά λουλούδια ζωντάνευαν περισσότερο το τοπίο καθώς η λιμουζίνα έτρεχε προσπερνώντας την μία ομορφιά μετά την άλλη.

Η κεντρική είσοδος του σχολείου ξεπρόβαλλε μπροστά μας, μετά την τελευταία στροφή, μεγαλόπρεπη. Από τις δύο πλευρές, ήταν χτισμένος ένας μεγάλος πέτρινος τοίχος περίπου δύο μέτρων ύψους που περιέβαλλε όλον τον σχολικό χώρο. Σε μερικά σημεία ήταν πιο χαμηλός σαν να ήταν κύματα σε μια πέτρινη θάλασσα. Μπροστά ο τοίχος κατέληγε σε δύο πέτρινες κολώνες με φαναράκια στο πάνω τους μέρος. Εκεί ενωνόταν με την μεγάλη καγκελόπορτα. Ήταν δίφυλλη, φτιαγμένη από μαύρο γυαλιστερό σίδερο, πρόσφατα βαμμένο. Εξοχές σαν τριαντάφυλλα τυλιγμένα σε κάθε κάγκελο ήταν προσεκτικά σχεδιασμένα πάνω της, ενώ ο τοίχος σχημάτιζε από πάνω μια καμάρα στην οποία υπήρχαν λουλούδια με μεθυστικό άρωμα, που κρέμονταν σαν κουρτίνες δημιουργώντας την μοναδική αίσθηση ότι μπαίνεις σε παραμύθι. Μόνο έτσι δεν νιώθω... συνήθως..., αυτή ήταν πάντοτε η πρώτη μου σκέψη όταν έφτανα εκεί. Και εκεί μπροστά, γύρω από την είσοδο, υπήρχε ένας μεγάλος σχετικά χώρος στάθμευσης των αυτοκινήτων.

Ο Άντριου σταμάτησε την λιμουζίνα κοντά στην σιδερένια είσοδο και ξεκλείδωσε τις πόρτες. Γύρισε πίσω και με κοίταξε με τα μαύρα του μάτια ανήσυχα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει την έκφραση μου. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήμουν σχεδόν χαρούμενη που είχαμε φτάσει. Μέχρι και εγώ θα εκπλησσόμουν αν έβλεπα το χαρούμενο πρόσωπό μου στον καθρέφτη αυτή τη στιγμή, πόσο μάλλον ο Άντριου. Ένα περίεργο προαίσθημα πως φέτος θα είναι όλα διαφορετικά, πως κάτι θα συμβεί είχε κολλήσει στο μυαλό μου. «Όλα καλά;» Ρώτησε τελικά βλέποντάς με έτσι.

Ο Τελευταίος ΕφιάλτηςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora