Κεφάλαιο 10ο

22 4 0
                                    

Κατέβηκα τις σκάλες σε μια ομίχλη σκέψεων βρίζοντας μέσα μου θεούς και δαίμονες. Όλο μου το είναι ήθελε να φύγει από εκείνο το σχολείο και να βρεθεί ξανά στο σπίτι μου εκεί οπού κανείς δεν έκρινε πόση τρέλα κουβαλούσα μέσα μου. Ήξερα πως κάποια τρέλα την είχα, για να τα ζω όλα αυτά, απλά δεν ήταν ποτέ έτσι όπως τα έλεγε η Τίφανυ.

Τα κορίτσια με ακολουθούσαν καταπόδας συζητώντας γενικά και άκουγα την Κολέτ να προσπαθεί να εξηγήσει στην Καμίλ κάποια παραπάνω πράγματα για το σχολείο. Δεν με πείραζε και πολύ. Ήθελα να μείνω με τον εαυτό μου. Είχα προχωρήσει πολύ χωρίς να νοιάζομαι για το που ήταν τα κορίτσια προσπερνώντας γνωστούς και αγνώστους θέλοντας να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Η ζωή μου από μια άποψη αποτελούσε την κυριολεκτική έννοια της φράσης μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Από την μια πλευρά είχα την μητέρα μου που δεν άντεχε ούτε δύο λεπτά να μην τσακωθεί μαζί μου και από την άλλη αυτό το μέρος που παρόλο που αρκετές φόρες ήταν παράδεισος για εμένα τις περισσότερες θα μπορούσα καλύτερα να το παρομοιάσω με φυλακή. Με λίγα λόγια, είτε έμενα σπίτι, είτε έμενα εδώ, τα αρνητικά δεν έλειπαν από την καθημερινή μου ζωή.

Σχεδόν είχα φτάσει τα μισά της εξωτερικής σκάλας όταν άκουσα την Κολέτ να με φωνάζει από την κορυφή της. Παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου καθώς γύριζα προς την μεριά τους αλλά ευτυχώς κρατήθηκα από την κουπαστή πριν τσακιστώ και γίνω και θέαμα πρώτη μέρα. Τις είδα να κατεβαίνουν τα σκαλιά μέχρι το μέρος μου ώσπου να με συναντήσουν.

«Από ό,τι βλέπω μας ξέχασες», έκανε πως παραπονιόταν η Καμίλ.

«Βασικά δεν σας ξέχασα εσείς αργούσατε να κατεβείτε», είπα χαμογελαστά νιώθοντας την ένταση να μειώνεται.

«Πες της εσύ ναι τώρα και άσε την», με πείραξε η Κολέτ και τα κορίτσια έσκασαν στα γέλια την στιγμή που εγώ προσπαθούσα να σχηματίσω έστω ένα μειδίαμα.

«Κακό», την ενημέρωσα με ένα μικρό χαμόγελο.

Η Κολέτ δεν το συνέχισε απλά σήκωσε τους ώμους και μου τράβηξε απαλά τα μαλλιά. «Λοιπόν, μάλλον θα τα πούμε στο μεσημεριανό».

«Ωραία τότε», την χαιρέτησα και με την Καμίλ συνεχίσαμε για την έξοδο του σχολείου.

Μόλις φτάσαμε στην καγκελόπορτα αντικρίσαμε έναν χείμαρρο μαύρων αυτοκινήτων που περίμεναν τους μαθητές για να τους οδηγήσουν σπίτια τους. Πολλοί γονείς ήταν έξω από τα αυτοκίνητα και μιλούσαν με γνωστούς τους ενώ άλλοι ήταν με τα κινητά στο αυτί μιλώντας για δουλειές και συμφωνίες. Με αυτά και με εκείνα μας πήρε σχεδόν ένα πεντάλεπτο μέχρι να βρούμε το αυτοκίνητο του αδερφού της Καμίλ. Όταν μας είδε ο Μαξ, βγήκε κατευθείαν από την θέση του οδηγού, άνοιξε την πίσω πόρτα και υποκλίθηκε λέγοντας κυρίες μου. Η Καμίλ και εγώ κοιταχτήκαμε πριν γελάσουμε και μπήκαμε στη λιμουζίνα.

Ο Τελευταίος ΕφιάλτηςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora