Κεφάλαιο 54ο

17 3 0
                                    

Η συζήτηση με την αστυνομία έμοιαζε πιο πολύ με ανάκριση. Ένιωθα σαν τον ένοχο στο ειδώλιο. Η αλήθεια ήταν πως ήμουν ένοχη, για όλα. Ο αστυνομικός είχε ζητήσει κάθε στοιχείο που μπορούσε να βοηθήσει και εγώ πρόθυμα έδινα το ένα μετά το άλλο. Το μόνο που δεν μπορούσα, δεν γινόταν, να πω ήταν το πώς συνδέονταν οι δύο εξαφανίσεις μεταξύ τους. Η απάντηση στην ερώτηση αυτή ήταν: Δεν ξέρω.

Είχα αποφασίσει να αφήσω τους θρήνους και να ψάξω μόνη μου στοιχεία αλλά της στιγμή που άφησα το γραφείο της Μαρίν μού ξεκαθαρίστηκε ότι δεν επιτρέπονταν οι βόλτες στο δάσος από εδώ και πέρα, ειδικά για εμένα, ούτε να αφήσω το σχολικό κτήριο. Έκπληξη! Όσο και αν διαμαρτυρήθηκα ήταν αδιάλλακτη.

Βρισκόμουν στο δωμάτιό μου, αργότερα την ίδια μέρα, προσπαθώντας να διαβάσω αλλά όλο κάτι μου διέφευγε. Το μυαλό μου γυρνούσε στις μέρες πριν γυρίσω σπίτι. Άφησα το στυλό στο γραφείο και πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξαναδιάβασα την πρόταση στο βιβλίο της βιολογίας. Μια ανάμνηση ήρθε και έφυγε αστραπιαία αφήνοντας ένα δάκρυ να πέσει. Τα δάχτυλά μου πίεσαν το κρανίο μου, ενώ δάγκωσα την γλώσσα μου, για να μην εκραγώ. Άλλη μία σκηνή έκανε μια γύρα το κεφάλι μου και αποσύρθηκε στα βάθη του μυαλού μου. Η Λιγεία έπαιζε με το μυαλό μου αυτή την στιγμή. Άφησα τα χέρια μου να γλιστρήσουν στο πρόσωπό μου μου καλύπτοντας τελικά το στόμα μου. Έκανα μια απόπειρα να συνεχίσω το διάβασμα αλλά το επόμενο φάντασμα χόρεψε στην σκέψη μου.

Λες και κάποιος είχε κόψει το νήμα που με κρατούσε ψύχραιμη, τα χέρια μου έφυγαν από τα χείλη μου και επιτέθηκαν στα πράγματα πάνω στο γραφείο. Τα βιβλία και τα τετράδια έπεσαν με δυνατούς γδούπους στο πάτωμα, ενώ τα μολύβια και τα στυλό ακούμπησαν το έδαφος με ένα ρυθμικό ήχο. Η λάμπα έσβησε καθώς έσπασε σε κομμάτια δίπλα μου. Όσο διέλυα τα πράγματα γύρω μου ούρλιαζα αλαλιασμένη νιώθοντας ότι μπορούσα να κάνω κακό στην Λιγεία. Αυτήν έβλεπα μπροστά μου.

Τα σκεπάσματα από το κρεβάτι μου βρέθηκαν πεταμένα τριγύρω και εγώ στην μέση σε μια έξαλλη κατάσταση. Περνούσα συνεχώς τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου προσπαθώντας να ηρεμήσω παίρνοντας βαθιές ανάσες αλλά δεν γινόταν τίποτα. Στο τέλος τα χέρια μου κάλυψαν το πρόσωπό μου κάνοντας με να συνειδητοποιήσω ότι έκλαιγα. Τα πόδια μου λύγισαν και έπεσα στα γόνατα αφήνοντας το σώμα μου να κλάψει, ολόκληρο. Τρανταζόταν από τα αναφιλητά ενώ τα χέρια μου έκαναν τους ήχους που έβγαιναν από τα χείλη μου να ακούγονται χειρότεροι από ότι ήταν.

Βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο και έπειτα από μια στιγμή η πόρτα μου άνοιξε με ένα τρίξιμο χτυπώντας στον τοίχο. Χέρια με έβαλαν στην αγκαλιά τους, ήλπιζα να ήταν του Κρις αλλά δεν ήταν μόνο δύο. Κάτι μουρμούρισε ένας και κάποιος άλλος συμφώνησε αλλά δεν άκουγα. Το μόνο που ηχούσε στα αυτιά μου ήταν οι σπαραγμοί μου. Η Μαρίν μπήκε στο δωμάτιο μαζί με ένα ποτήρι νερό και ένα κουτί. Μαζί της ήταν η Καμίλ με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος και τα μάτια κόκκινα. Το βλέμμα της ήταν λυπημένο. Αμέσως ήρθε δίπλα μου και με αγκάλιασε όπως οι υπόλοιπες.

Μόλις ξέσπασα και δεν είχαν μείνει άλλα δάκρυα να χύσω τα κορίτσια με ηρέμησαν από τις σκέψεις που είχαν στήσει τρελό χορό στο μυαλό μου κοροϊδεύοντάς με, βάζοντας με να καθίσω στο κρεβάτι μου. Τώρα ένιωθα εξουθενωμένη και το κεφάλι μου πονούσε. Η Μαρίν μου έδωσε το χάπι και μου πρότεινε το ποτήρι με το νερό. Έπειτα κάτι ψιθύρισε στην Καμίλ, η οποία με κοίταξε λυπημένα και της έγνεψε αποχωρώντας από το δωμάτιο. Μέσα σε λίγα λεπτά από την στιγμή που πήρα το παυσίπονο άρχισα να νιώθω με γλυκιά ζαλάδα να με τυλίγει. Τα κορίτσια ήταν ακόμα μαζί μου αλλά οι μορφές τους ήταν θολές και οι φωνές τους έρχονταν από μακριά. Ξαφνικά η ζαλάδα έγινε πιο δυνατή και το δωμάτιο γύρισε μια, δυο φορές γρήγορα. Την τρίτη τα μάτια μου έκλεισαν και ένιωσα να πέφτω πάνω σε κάτι μαλακό.

Από εκεί μετά ξεκίνησαν οι επανειλημμένοι εφιάλτες. Η Λιγεία έπαιζε με το μυαλό μου σε κάθε ευκαιρία κλείνοντας με σε ένα παιχνίδι επιβίωσης χωρίς τελειωμό. Εμφάνιζε και εξαφάνιζε τον Κρις κάνοντας με να τρέχω τριγύρω ενώ δαίμονες παρακολουθούσαν τις κινήσεις μου από κοντά. Όσο και αν ούρλιαζα όσο και αν έκλαιγα και αν πάλευα με τον εαυτό μου δεν γινόταν. Η Λιγεία ήθελε να με βλέπει να βασανίζομαι, ούτε που με άγγιζαν πια τα τέρατά της και εγώ κυριολεκτικά τα είχα παρατήσει. Δεν με ένοιαζε πια να της ξεφύγω.

Η μάχη είχε λήξει για έμενα.

Ο Τελευταίος ΕφιάλτηςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora