29. Καταιγίδα.

698 48 5
                                    

Ημέρα εικοστή τέταρτη.
Παρασκευή.

"Νιώθεις εντάξει, θέλεις να σου φέρω κάτι, θες να φτιάξω τις κουβέρτες μήπως;" τη ρώτησε για τρίτη φορά το τελευταίο δεκάλεπτο η Νάνα κι εκείνη απλά πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Είμαι μια χαρά, μπορώ να περπατήσω άμα θέλω και χεράκια έχω, μην ανησυχείς. Όλα μια χαρά" της απάντησε και τότε μπήκε ο Τζέι κοιτώντας την Αντζέλικα ξαφνιασμένος.

"Γεια σας- Τι-... Νόμιζα δεν θα έβγαινες μέχρι αύριο το βράδυ" μουρμούρισε μπερδεμένος.
"Δεν ήθελα να μείνω άλλο εκεί, κι εδώ ξαπλωμένη θα είμαι" απάντησε η Αντζέλικα αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.

"Έκανα ό,τι μπορούσα, είναι πολύ πεισματάρα. Για οτιδήποτε χρειαστείτε, τηλέφωνο. Περαστικά σου μικρή μου" τους αποχαιρέτησε η Νάνα και έφυγε. Ο Τζέι άφησε τα πράγματα του στο γραφείο και έκατσε δίπλα της.
"Πώς είσαι;" τη ρώτησε και κλείδωσε το βλέμμα της στο δικό του.

Ξύπνησα και το πρώτο άτομο που είδα ήταν ο Ρίβερ να στέκεται από πάνω μου, έβαλε το χέρι του στο στόμα μου πριν προλάβω να φωνάξω και χαμογελούσε κοιτώντας το πόσο αβοήθητη ήμουν.
"Όχι, όχι, αν φωνάξεις θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις. Δεν το θέλεις αυτό, έτσι Αντζέλικα;..." ψιθύρισε κοντά μου κι εγώ δεν μίλησα, απλά δάκρυσα.
"Χώρισε τον Τζέι, αλλιώς η επόμενη φορά που θα δεις νοσοκομείο θα είναι για να αναγνωρίσεις το πτώμα του. Μπορείς να το κάνεις αυτό. Είσαι αρκετά έξυπνη και λογική" ψέλλισε χαϊδεύοντας με το άλλο χέρι του το μάγουλο και τα μαλλιά μου.
"Θα τα ξανά πούμε" ψιθύρισε όσο είχε ακόμα κοντά μου το πρόσωπο του και έβγαλε το χέρι του από το στόμα μου ακουμπώντας αστραπιαία τα χείλη του στα δικά μου. Έφυγε από το μπαλκόνι κι εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω τους λυγμούς μου πλέον πίσω...

"Ακόμα νιώθω λίγο ζαλισμένη" του απάντησε παίρνοντας μια ανάσα που την έπνιξε σχεδόν.
"Κοιμήσου λίγο, μετά θα σε ξυπνήσω να φας κάτι" της είπε πιάνοντας το χέρι της. Η Αντζέλικα κούνησε το κεφάλι της γυρίζοντας ήρεμα πλευρό, εκείνος την σκέπασε καλύτερα και έφυγε από δίπλα της.
"Πάω να κάνω μπάνιο κι επιστρέφω" ανακοίνωσε κι εκείνη γύρισε κοιτώντας τον φοβισμένη.
"Κλείδωσε" του ζήτησε και όταν έφυγε ηρέμησε ακούγοντας την πόρτα να κλειδώνει.

Αθόρυβα έφευγαν τα δάκρυα βρέχοντας το μαξιλάρι της και κρατούσε σφιχτά τα σκεπάσματα στην χούφτα της.
Φοβάμαι. Για εμένα, για εκείνον, για όλους γύρω μας. Αυτός είναι επικίνδυνος, άρρωστος, μανιακός. Δεν μπορώ να κάνω κάτι, είμαι απλά ένα πιόνι του. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να πληγωθεί ο Τζέι, δεν θέλω να τον αφήσω, νιώθω ασφαλής μαζί του. Όμως δεν μπορώ να είμαι εγώ η αιτία που θα τον πληγώσει ο άλλος. Όχι, όχι, δεν πρέπει να γίνει αυτό...

   𝑵𝒊𝒈𝒉𝒕𝒎𝒂𝒓𝒆Where stories live. Discover now