18. Θα σε δείρω.

897 55 122
                                    

Ημέρα δέκατη ένατη.
Κυριακή.

Αργά το βράδυ, η Αντζέλικα ξύπνησε από έντονο βήχα και όταν ηρέμησε συνειδητοποίησε το χάδι στην πλάτη της βοηθώντας την να ηρεμήσει. Γύρισε και είδε τον Τζέι ξαπλωμένο δίπλα της να την κοιτάει.
"Είσαι εντάξει;" τη ρώτησε και εκείνη ένευσε καταφατικά.
"Γιατί δεν κοιμάσαι;" ψέλλισε και εκείνος μόρφασε ανήξερος. Τότε η Αντζέλικα άρχισε να τρίβει τα μάτια της έτσι ο Τζέι έπιασε το χέρι της σταματώντας την.
"Τα κοκκίνησες" είπε και δεν άφηνε το χέρι της για να τα τρίψει. Έτσι όπως την κρατούσε κουνούσε τον αντίχειρα του χαϊδεύοντας απαλά τα δάχτυλα της, πάντα το χέρι της χάνεται μέσα στο δικό του. Σαν ένα ιδανικό καταφύγιο.

"Έχεις πολύ ωραία μάτια, εκφραστικά" μουρμούρισε και εκείνη γέλασε αυθόρμητα.
"Τα μάτια μου είναι απλά καφέ, όπως τα μαλλιά μου και όπως το δέρμα μου, ναι το καφέ δεν είναι το αγαπημένο μου χρώμα" μουρμούρισε όμως ο Τζέι την κοιτούσε συνοφρυωμένος.
"Τα μάτια σου δεν είναι απλά καφέ. Η αποχρώσεις του χρώματος ξεκινούν με έναν μαύρο δακτύλιο γύρω από την ίριδα, στο βάθος είναι το έντονο καφέ που στον ήλιο μοιάζει με μελί και γύρω από την κόρη είναι πιο ανοιχτό που στο φως φαίνεται χρυσό. Όταν είναι διεσταλμένα βέβαια φαίνονται ολότελα μαύρα. Τα μαλλιά σου είναι πολύ ωραία, είτε ίσια, είτε σγουρά και το δέρμα σου σίγουρα δεν το λες καφέ. Αν εσύ είσαι καφέ εγώ τι είμαι;" τον κοιτούσε στα μάτια όσο μιλούσε και στο τέλος γέλασε με την έκφραση του περισσότερο.

"Μα κοίτα" του είπε και έμπλεξε τα δάχτυλά τους ώστε να φαίνεται η διαφορά των αποχρώσεων που έχουν στο δέρμα. Τότε που τον έπιασε συνειδητοποίησε ότι ήταν πάρα πολύ ζεστός όμως δεν σχολίασε κάτι.
"Ναι κοιτάω, εσύ είσαι σαν σοκολάτα γάλακτος κι εγώ σαν σοκολάτα υγείας" δήλωσε ο Τζέι και την έπιασαν τα γέλια.
"Είσαι σοκολατί, εγώ είμαι καφέ" επέμεινε και κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος.
"Να πάρω το χέρι μου πίσω τώρα;" ζήτησε αφού εκείνος δεν την άφηνε και χαμογέλασε ελευθερώνοντας τα δάχτυλά της.

Ύστερα ξεσκεπάστηκε και σηκώθηκε πηγαίνοντας στο παράθυρο.
"Θες να πάμε μια βόλτα;" τον ρώτησε εκείνη και τότε γύρισε κοιτώντας την απορημένος.
"Πάμε έξω που έχει δροσιά" του πρότεινε και σηκώθηκε πλησιάζοντας τον.
"Έχει πολύ κρύο κι εσύ έχεις ήδη αρχίσει να κάνεις πυρετό" ανέφερε αφού έβαλε και το χέρι του στον λαιμό της.
"Δεν πειράζει... Εγώ θα πάω, αν θες έλα" του είπε αποφασισμένη βάζοντας τα παπούτσια και παίρνοντας το μπουφάν της.

   𝑵𝒊𝒈𝒉𝒕𝒎𝒂𝒓𝒆Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon