33. Αμφιβολίες.

638 41 1
                                    

Ημέρα τριακοστή.
Παρασκευή.

Μετά από αρκετές μέρες που ήθελε τελικά η ανακαίνιση του κλαμπ, τελείωσε και επιτέλους η Αντζέλικα επέστρεψε στην δουλειά της, πριν δύο μέρες. Κακοφάνηκε στον Τζέι που δεν θα κοιμάται μαζί του συνέχεια όμως πήγε μαζί της στα εγκαίνια του μαγαζιού και πέρασαν υπέροχα. Χόρεψαν, ήπιαν και μόλις εκείνος άρχισε να τα βλέπει διπλά, εκείνη πήρε τον Κάιλ να έρθει να τον μαζέψει ενώ η ίδια έμεινε μέχρι το κλείσιμο. Ήταν αρκετά όμορφο αλλά και κουραστικό βράδυ. Εκείνες τις μέρες ο Τζέι δούλευε επίσης μέχρι αργά στο συνεργείο και όταν γυρνούσε έπεφτε ξερός για ύπνο...

"Μπορώ να πω ότι δεν μου έλειψε ιδιαίτερα το ξενύχτι, πασχίζω να μένω ξύπνια μέχρι να πάει η ώρα για να ετοιμαστώ. Όμως εσύ μου έλειψες λίγο" παραδέχτηκε ο Μπράντον γελώντας παρασέρνοντας κι εκείνη.
"Αφού σου έλειψα, λίγο, είμαστε εντάξει" του είπε και μπήκαν μέσα στο κλαμπ ενώ ο κόσμος έκανε ουρά στην είσοδο.

Έπιασαν δουλειά, έφυγαν αρκετά μπουκάλια ποτών και η επένδυση στα πολύχρωμα φώτα φάνηκε να αξίζει αφού έκαναν τον χώρο πιο ευχάριστο. Γύρω στις τέσσερις άδειασε λίγο όμως ξανά γέμισε και πήγαν σταθερά μέχρι τις πέντε. Πρωί πλέον, σχόλασε η Αντζέλικα και έξω έψαχνε τα κλειδιά της όμως δεν τα έβρισκε μέσα στην τσάντα της όταν ξαφνικά κάποιος την έπιασε από πίσω βουλώνοντας με πανί το στόμα της. Τρόμαξε και προσπάθησε να φύγει, να αντισταθεί, όμως ένιωσε αδύναμη μέχρι να μην νιώθει πλέον το σώμα της...

"Αντζέλικα..." άκουγε το όνομα της να ηχεί και πετάρισε τα μάτια της μέχρι να μπορέσει να τα κρατήσει ανοιχτά. Όταν τα κατάφερε, βρήκε μπροστά της τον Ρίβερ. Της κόπηκε η ανάσα μόλις τον είδε και αμέσως κούνησε πόδια και χέρια για να καταλάβει μόνο ότι την είχε ακινητοποιήσει σε μια καρέκλα. Εκείνος άρχισε να γελάει και πλησίασε κοντά της.
"Μη με πλησιάζεις!" του φώναξε έτσι κι εκείνος σταμάτησε ένα βήμα απέναντι της.

"Πού με έφερες;" μουρμούρισε αφού κοιτούσε γύρω της τον χώρο και δεν τον αναγνώριζε, ήταν απλά ένας κενός όροφος, χωρίς καν τοίχους να διαχωρίζουν το κάθε δωμάτιο, ήταν οικοδομή.
"Κάπου όπου δεν θα μας ενοχλήσει κανείς" είπε και ένιωσε το σώμα της να τρέμει και τις παλάμες της να καίνε.
"Σου είπα κάτι Αντζέλικα..."

"Γιατί να σε ακούσω; γιατί να κάνω το οτιδήποτε μου πεις; στην τελική δεν μου είσαι τίποτα και ένα τίποτα θα παραμείνεις!" του φώναξε νευρικά και εκείνος την χειροκρότησε.
"Μπράβο σου Αντζέλικα, βλέπω ανέκτησες το θάρρος σου..." μουρμούρισε εντυπωσιασμένος που έσκυψε κρατώντας τα ήδη δεμένα χέρια της στα χερούλια που είχε η καρέκλα.

   𝑵𝒊𝒈𝒉𝒕𝒎𝒂𝒓𝒆Donde viven las historias. Descúbrelo ahora