Το στήθος της Ναταλίας ανεβοκατέβαινε σχεδόν βίαια. Πλέον, η ανάσα της έβγαινε με το ζόρι. Ένιωθε ότι δεν υπάρχει οξυγόνο, ένιωθε απελπισμένη, ήθελε να βγει έξω και δεν ήξερε πως να το κάνει.
Μείνε ψύχραιμη.
Αυτό έλεγε ξανά και ξανά στον εαυτό της προκειμένου να γλιτώσει την επερχόμενη κρίση πανικού. Είχε βιώσει κρίση πανικού; Ποιος ξέρει; Δεν γνώριζε τίποτα πλέον. Μετά βίας έβλεπε από το λιγοστό φως που υπήρχε μέσα στον χώρο. Ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε στις άθλιες κουβέρτες που υπήρχαν γύρω της.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε.
Άκουσε την φωνή της ξένη στα αυτιά της. Με το ζόρι την αναγνώριζε η ίδια. Ωστόσο, η απάντηση που ήλπιζε να πάρει, δεν ήρθε ποτέ. Το μόνο που άκουσε ήταν η επιστροφή της φωνής της. Αγκάλιασε τον εαυτό της και έκανε την κίνηση να σηκωθεί από το κρεβάτι. Διέσχισε το – πάρα πολύ – μικρό δωμάτιο όπου βρισκόταν και στάθηκε μπροστά στην σιδερένια πόρτα. Έκανε τον κόπο να την ανοίξει, όμως μάταια. Δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξει. Άρχισε να την χτυπάει με τα χέρια της, πάνω στα νεύρα της.
«Είναι κανείς εδώ;» αυτή τη φορά φώναξε με περισσότερο θάρρος, έτοιμη να συναντήσει τον οποιοδήποτε μπροστά της και έτοιμη να λογαριαστεί μαζί του.
Καμία απάντηση.
Μες στον πανικό της, ξεκίνησε να τριγυρνάει μέσα στο δωμάτιο, ελπίζοντας να βρει έναν τρόπο διαφυγής, αλλά τίποτα. Δεν υπήρχε ούτε παράθυρο, ούτε τίποτα. Στην συνειδητοποίηση και μόνο, πήγε να βάλει τα κλάματα. Δεν βρισκόταν απλά φυλακισμένη σε κάποιο δωμάτιο, σε ένα σπίτι, αποθήκη; Δεν είχε ιδέα που ήταν αλλά το μόνο που ήξερε ήταν ότι βρισκόταν κάτω από την γη, σε κάποιο υπόγειο ενδεχομένως.
Προσπάθησε και πάλι να ανοίξει την πόρτα μα, τζίφος. Ήταν κλειδωμένη και παγωμένη από πάνω μέχρι κάτω. Ξαφνικά κοίταξε προς την μικρή κουζίνα που υπήρχε στον χώρο. Στην αρχή έψαξε για κάποιον αναπτήρα. Σκέφτηκε να βάλει φωτιά κάτι, αλλά μετά πως θα την έσβηνε;
Κοίταξε προς τα μάτια της κουζίνας. Αν τα άναβε θα ζεσταινόταν κάπως και επιπλέον θα φωτιζόταν λιγάκι το μέρος. Προσπάθησε να τα ανοίξει αλλά και πάλι δεν κατάφερε κάτι. Η κουζίνα δεν ήταν συνδεδεμένη.
Πλέον τα μάτια της θόλωσαν και δεν έκανε κανέναν κόπο να τα σκουπίσει. Έπεσε κάτω στο πάτωμα και ξεκίνησε να κλαίει σαν ένα μικρό παιδί. Την είχε κυριεύσει η απελπισία. Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, στα μάγουλα και από εκεί στο πάτωμα.
Και τότε κοκάλωσε. Ξαφνικά είχε ακουστεί ένας θόρυβος από κάπου εκεί έξω. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί.
Βήματα!
Ήταν σίγουρη πως άκουγε βήματα να πλησιάζουν το δωμάτιο όπου βρισκόταν. Ακούγονταν όλο και πιο έντονα, μέχρι την στιγμή που σταμάτησαν ακριβώς έξω από την πόρτα.
Πετάχτηκε πάνω σαν το ελατήριο, διαισθανόμενη τον κίνδυνο. Δεν ακουγόταν τίποτα. Δεν φαινόταν τίποτα.
Το στήθος της ανεβοκατέβαινε με γρήγορο ρυθμό. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει.
Ξαφνικά επικράτησε ένας έντονος θόρυβος, ένα πορτάκι πάνω στην πόρτα άνοιξε και η Ναταλία βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο μάτια. Δεν φαινόταν τίποτα άλλο στον χώρο και αυτό έκανε την Ναταλία να κάνει μικρά, δειλά βήματα προς τα πίσω. Ένιωθε ότι όσο μεγαλύτερη απόσταση είχε από την πόρτα, τόσο πιο ασφαλής θα ήταν.
Άκουγε κλειδιά και σύρτες.
«ΒΟΉΘΕΙΑ!» φώναξε με όση δύναμη είχε μέσα της, ελπίζοντας να την ακούσει κάποιος.
Η πόρτα άνοιξε απότομα, τρομάζοντας την Ναταλία. Ο χώρος γέμισε με φως, πράγμα που έκανε την Ναταλία να καλύψει τα μάτια της. Δεν άντεχε τόσο φως. Τα μάτια της είχαν εξοικειωθεί με το σκοτάδι και τώρα το φως την ενοχλούσε. Λίγα λεπτά αργότερα, άνοιξε τα μάτια της φοβισμένη, επιφυλακτική για ο,τι βρισκόταν απέναντί της.
Μία ψηλή φιγούρα, στεκόταν ακίνητη στην είσοδο του δωματίου. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν, δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν άντρα ή γυναίκα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν άντρα και καμία γυναίκα, που θα μπορούσαν να της το κάνουν αυτό.
Δεν έκανε τίποτα, απλά στεκόταν εκεί και κοιτούσε την Ναταλία. Όσο ξαφνικά άνοιξε η πόρτα, άλλο τόσο ξαφνικά έκλεισε. Στον χώρο επικρατούσε μία φρικτή σιωπή και πάλι το σκοτάδι. Πλέον ήταν και οι δύο στον ίδιο χώρο, μέσα στο σκοτάδι.
Η Ναταλία το ένιωθε. Δεν ήταν για καλό αυτός ο άνθρωπος απέναντί της. Έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και βαθιά μέσα της προσευχόταν για να μην της κάνει μεγαλύτερο κακό. Μεγαλύτερο από αυτό που της είχε κάνει ήδη. Ήταν κουρνιασμένη σε μία γωνία του κρεβατιού, φοβισμένη, τρομοκρατημένη. Στον χώρο τώρα ακούγονταν βήματα. Βήματα που από μακριά, πλησίαζαν. Όλο και πιο πολύ, όλο και πιο κοντά της.
Πλέον ήταν οι δυο τους και δεν υπήρχε αμφιβολία για αυτό.
WhatTheWaterGiveMe
![](https://img.wattpad.com/cover/253157562-288-k9077.jpg)
BINABASA MO ANG
All This Love
ActionΠαρελθόν και Παρόν. Μία πρωτόγνωρη, μυστήρια υπόθεση δολοφονίας, που μόνο σύγχυση μπορεί να επιφέρει. Στο τμήμα υπάρχουν μόνο καλοί και έμπειροι αστυνομικοί, με επικεφαλή της υπόθεσης την εγκληματολόγο, Ιφιγένεια Ανδρέου. Η Ιφιγένεια λατρεύει το επά...