Κεφάλαιο 38

201 14 24
                                    

"Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον." - Αρχαιοελληνική παροιμία.
"Την ειμαρμένην ουδ' αν είς εκφύγοι." - "Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του." - Πλάτων, Φιλόσοφος.

Είχαν περάσει περίπου τρεις εβδομάδες από τότε που ξύπνησε η Ιφιγένεια, από τότε που έγινε το θαύμα, όπως ισχυριζόταν και η μητέρα της. Εκείνη πάλι πίστευε πως απλά, είχε σταθεί για ακόμη μία φορά και ξέφυγε από τον θάνατο. Είχε καταντήσει σχεδόν προβλέψιμη η έκβαση κάθε κατάστασης, κάθε περιστατικού.
Η αλήθεια ήταν πως ένα κομμάτι του του εαυτού της Ιφιγένειας, είχε κατασταλάξει. Ήτα πεπεισμένη πως θα ζούσε στο τέλος κάθε περιστατικού. Όχι από τύχη. Ούτε από θέλημα Θεού.

Το σύμπαν; Το κάρμα;

Δεν είχε καταλήξει κάπου και δεν μπορούσε και να το σκέφτεται και πολύ, την έπιανε πονοκέφαλος. Ήξερε πάντως, πολύ καλά, πως είχε έναν λόγο για να ζει. Μα δεν ήξερε συγκεκριμένα, ποιον και γιατί.

Στο μεταξύ, στο διάστημα αυτών των δύο εβδομάδων, δεν είχε βρεθεί και πολύ μόνη της.

Η μητέρα της βρισκόταν σχεδόν καθημερινά και ολημερίς μαζί της. Την φρόντιζε, την βοηθούσε να κουνηθεί, να σηκωθεί, να περπατήσει. Είχαν μιλήσει πάρα πολύ, τόσο που ίσως και να κάλυψαν το κενό των προηγούμενων χρόνων.
Η Βαλέρια κάποια στιγμή την είχε ρωτήσει γιατί επέστρεψε. Γνώριζαν και οι δύο γυναίκες πως η Ιφιγένεια, έπειτα από όλο αυτό που είχε γίνει με τον Αλέξανδρο, δεν θα γυρνούσε. Και αυτό ήταν που είχε ταρακουνήσει την Βαλέρια, μα το κατάπιε και δεν την είχε ρωτήσει τόσους μήνες.
«Γιατί μου έλειψες.» της είχε απαντήσει. Ναι μεν, χαλαρά, αλλά το εννοούσε με όλη τη ψυχή και τη καρδιά της.

Ωστόσο, η Βαλέρια θεώρησε πως της το είπε για να την ξεφορτωθεί και να κλείσει μία ανεπιθύμητη συζήτηση πριν καν ανοίξει. Ήξερε πως η κόρη της δεν ανοιγόταν εύκολα, δεν έκανε εύκολα κοπλιμέντα, δεν σου χαριζόταν, δύσκολα θα έσπαγε ένα χαμόγελο -βλέπεις η άτιμη η δουλειά της, την είχε κάνει σκληρό καρύδι, όπως έλεγε ξανά και ξανά- αλλά όταν θα σου έλεγε "σ' αγαπώ", "μου λείπεις" και αντίστοιχα λόγια, θα έπρεπε να νιώθεις τυχερός και να ξέρεις πως δεν ειρωνεύεται, ούτε στο λέει για να στο πει.

Στο λέει γιατί το εννοεί και ξέρει ότι οφείλει να το πει. Ότι έχει έρθει η ώρα του να βγει από τα χείλη της.

«Σε λίγο θα έρθει η Δανάη και έλεγα να πήγαινα λίγο στο σπίτι, να σας αφήσω και να μιλήσετε.» η Ιφιγένεια στεκόταν μπροστά από το παράθυρο, με το χέρι της να κρατάει γερά τον ορό της και το υπόλοιπο σώμα της να ακουμπάει στον τοίχο, ρίχνοντας όλο το βάρος της εκεί.

All This LoveOnde histórias criam vida. Descubra agora