κεφάλαιο 1

13.6K 712 42
                                    


Το όνομά μου είναι Λιβ. Είμαι εικοσι ένα χρονών και από νωρίς η ζωή με έμαθε να πατάω και να στηρίζομαι μόνο στα δικά μου πόδια. Μεγαλωμένη τα μισά μου χρόνια σε ίδρυμα και τα υπόλοιπα σε διάφορες ανάδοχες οικογένειες, το μάθημά μου το πήρα από πολύ νωρίς. Είμαι μόνη. Το ήξερα, το είχα χωνέψει. Δεν είχα ιδέα τι είχαν απογίνει οι γονείς μου. Ήξερα μόνο το όνομα της μητέρας μου 'Άννα'. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Ζούσα στους δρόμους τα τελευταία δύο χρόνια. Δουλειά δεν είχα. Ποιος άλλωστε θα έδινε δουλειά σε μια κοπέλα χωρίς καμία εξειδίκευση, χωρίς καμία εμπειρία παρά μόνο της ζωής στο δρόμο; Τον πρώτο χρόνο της περιπλάνησής μου στους δρόμους πείνασα. Κυριολεκτικά πείνασα. Ζούσα με φαγητό από τα σκουπίδια, και κοιμόμουν κάτω από γέφυρες με μοναδική μου ζεστασιά αυτή που μου εξασφάλιζε μια χαρτονένια κούτα. Ο χειμώνας όμως στην Νέα Υόρκη είναι βαρύς... και δύσκολα μπορεί να αντέξει κάποιος. Δεν ήθελα να περάσω άλλη χρονιά στους δρόμους, χτυπημένη από την βαρυχειμωνιά και από την πείνα. Τους τελευταίους εννέα μήνες βρήκα καταφύγιο στον πάνω όροφο μιας μικρής εγκαταλελειμμένης βιοτεχνίας στο κέντρο σχεδόν του Μανχάταν. Κοιμάμαι εκεί τα βράδια, και το αγαπώ αυτό το μέρος... είναι δικό μου. Στο ισόγειο της βιομηχανίας λειτουργεί μια παράνομη σχολή μποξ. Κάθομαι συχνά τα βράδια και τους παρακολουθώ όλους αυτούς να χτυπάνε τους σάκους, να χτυπιούνται μεταξύ τους να πέφτουν στοιχήματα... Μόλις κλείσουν τα φώτα και φύγει και ο τελευταίος, τότε έρχεται η σειρά μου... Κατεβαίνω σαν κλέφτης και βγάζω όλη μου την οργή και όλη μου την πίκρα σε αυτά τα άψυχα καλογεμισμένα τσουβάλια.

Φίλους δεν έχω... γκόμενους δεν είχα ποτέ. Και δεν με ενδιέφερε ούτε με ενδιαφέρει να έχω... Ακολουθώ ένα από τα μαθήματα που μου δίδαξε η ζωή: μακριά από τέτοιους μπελάδες... Ακολουθώ την ζωή μου και εκείνη στο πλάι ακολουθεί εμένα. Περνάω δύσκολα... αλλά δεν παραπονιέμαι... Τα κλάματα και οι μεμψιμοιρίες είναι για τους αδύναμους και εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Έχω δει πολύ χειρότερες καταστάσεις εκεί έξω. Οπότε αισθάνομαι τυχερή μέσα στην ατυχία μου... Θέλω να πατάω γερά στα πόδια μου.... μόνο αυτό... Αν μυριστούν αδυναμία... θα με φάνε... αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η ζωή ενός άστεγου δεν είναι εύκολη, οι περισσότεροι από μας πατάνε επί πτωμάτων για ένα ζεστό κρεβάτι, για ένα πιάτο φαγητό. Παλεύω με νύχια και με δόντια για το δικό μου σπίτι, όπως αποκαλώ το χώρο που κοιμάμαι τα βράδια, και δεν θα διστάσω να σκοτώσω εάν χρειαστεί για να τον υπερασπιστώ.

Κάποια στιγμή θέλω να καταφέρω να βρω μια δουλειά, κάτι το οποίο θα μου αποφέρει έναν μισθό, και θα μου επιτρέψει να ζήσω αξιοπρεπώς. Άλλωστε... δεν έχω πολλές απαιτήσεις από την ζωή μου τώρα πια. Η αλήθεια είναι δεν θα ήθελα να γεράσω έτσι... Όμως εάν δεν υπάρξει κάποια ευκαιρία στην ζωή μου, επιλογή δεν θα έχω.

Είμαι απόλυτα περήφανη όμως που έμεινα μακριά από τον δρόμο... όταν λέω δρόμο.. εννοώ να πουλήσω το κορμί μου για να επιβιώσω. Ήμουν σίγουρη ότι αυτό θα με κατέστρεφε... θα με εκμηδένιζε σαν άνθρωπο, και πιστέψτε με, έχω πολύ περηφάνια και αξιοπρέπεια για να το επιτρέψω να συμβεί.

Το μόνο εισόδημα που έχω είναι από μικροκλοπές. Αυτό είναι το επάγγελμά μου, από αυτό ζω, αυτό μου δίνει χρήματα να τρώγω, να γεμίζω το στομάχι μου. Δεν κλέβω ποτέ φτωχούς. Ποτέ. Προτιμώ να μείνω νηστική για μέρες, αλλά το χέρι μου δεν θα το απλώσω σε άνθρωπο που πασχίζει για τα καθημερινά του έξοδα.

Οι στόχοι μου είναι ιδιαίτερα μελετημένοι... τους παρακολουθώ... τους 'διαβάζω', σκανάρω με λίγα λόγια το πορτοφόλι τους, το ρολόι τους, οτιδήποτε αξίας πάνω τους και μετά ορμάω... Η εμφάνισή μου βοηθάει ιδιαίτερα, και όταν το υποψήφιο θύμα μου είναι μεγαλύτερης ηλικίας, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο εύκολα. Μόνο που πέφτει πάνω τους μια ευπαρουσίαστη κοπέλα... για κάποιους αρκεί! Μετά δουλειά πιάνουν τα χέρια μου τα οποία είναι ελαφριά σαν πούπουλο... Δεν καταλαβαίνουν απολύτως τίποτα... Ώρες αργότερα το συνειδητοποιούν αλλά είναι ήδη αργά. Με το που γίνει η δουλειά, η πρώτη μου στάση βρίσκεται κοντά στο μουσείο μοντέρνας τέχνης, όχι σε μεγάλη απόσταση από εκεί που μένω. Ένα μικρό υπόγειο μαγαζί, το οποίο αγοράζει, όχι πάντα σε καλή τιμή, αυτά που εγώ αρπάζω. Το έχει ο Λούκας. Ένας αστείος Αφροαμερικάνος νεαρός, που κάθε φορά που θα με δει αρχίζει τις γνωστές του ιστορίες, για ραντεβού και λουλούδια. Κάθε φορά ακούει την λέξη όχι από μένα, μα δεν το βάζει κάτω.

Δεν ντρέπομαι γι' αυτό που κάνω. Είναι ο μοναδικός τρόπος να μείνω όρθια, να έχω φαγητό στο πιάτο μου. Έτσι θα ζω... μέχρι να μου δοθεί η ευκαιρία για κάτι καλύτερο έτσι θα πορεύομαι, κι ας πεθάνω σε εκείνον τον πρώτο όροφο του εγκαταλελειμμένου εργοστασίου. Στο σπίτι μου.


Στο δρόμοWhere stories live. Discover now