Ήμουν ευτυχισμένη...πολύ... πετούσα στα σύννεφα, όμως με προσγείωνε η σκέψη των ανοιχτών θεμάτων που είχαμε... με τρυπούσαν σαν αγκάθι βαθιά μέσα μου κάθε μέρα... Αναρωτιόμουν... και έψαχνα τρόπους να του πω την αλήθεια... να του πω το πραγματικό μου όνομα... να του πω την αλήθεια για το πορτοφόλι... να ζητήσω συγνώμη... δεν έβγαιναν όλα αυτά καθόλου από το μυαλό μου. Με τον Νικ δεν είχαμε θίξει καθόλου το θέμα...ούτε της αμνησίας ούτε του πορτοφολιού. Έπρεπε όμως... έπρεπε να λυθούν οι μεταξύ μας παρεξηγήσεις, τα άλυτα θέματα που μας ακολουθούσαν. Το είχα πάρει απόφαση σχεδόν, να του μιλήσω... πίστευα ότι ήταν το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω... Πως όμως λες σε κάποιον οτι δεν είσαι αυτός που νομίζει;
Σχεδόν καθημερινά έβγαινα βόλτες τις ώρες που ο Νικ βρισκόταν στην εταιρία του. Η συνοδεία του Τζο και καμιά φορά ενός ακόμη σωματοφύλακα ήταν η καθημερινή μου παρέα, μα δεν διαμαρτυρήθηκα ούτε λεπτό. Μετά την τελευταία μου περιπέτεια, μερικούς μήνες πριν, φοβόμουν μην τυχόν και συναντήσω τους ορκισμένους εχθρούς μου. Το μόνο κακό όμως ήταν ότι δεν μπορούσα να επισκεφτώ τον Λούκας... Ο φίλος μου, μου έλειπε πολύ και πέθαινα για να τον δω και να του πω τα νέα μου, αλλά δεν έπρεπε να έχω την συνοδεία μαζί μου εάν ήθελα να τον συναντήσω. Οπότε προς το παρόν ήταν αδύνατον να πάω στο μαγαζί του.
Το καλοκαίρι βρισκόταν προ των πυλών, και ο καιρός στη Νέα Υόρκη ήταν υπέροχος. Ο ήλιος έλαμπε σχεδόν καθημερινά και το κρύο σιγά σιγά έφευγε. Εκείνο το πρωινό αποφάσισα να πάω στην εταιρία του Νικ. Είχα βρεθεί άλλη μια φορά εκεί, μα δεν είχα τολμήσει να μπω μέσα. Ετοιμάστηκα βιαστικά και αφού ενημέρωσα τον Τζο για την έκπληξη που ετοιμαζόμουν να κάνω στον Νικ, μπήκα στο αμάξι του και κατευθυνθήκαμε προς το κέντρο του του Μανχάταν. Χάζευα τον κόσμο και απολάμβανα τον ήλιο που έμπαινε απο το τζάμι του αυτοκινήτου, χαμένη στις σκέψεις μου. "Τζο" είπα ξαφνικά και συναντήθηκαν τα βλέμματά μας στον καθρέπτη. "Πόσο καιρό δουλεύεις για τον Νικ;" τον ρώτησα και η ματιά του καρφώθηκε στον δρόμο. "Πολλά χρόνια κυρία Τέυλορ" μου απάντησε κοφτά, και κατάλαβα απογοητευμένη οτι συζήτηση μαζί του δεν είχε μέλλον. Μισή ώρα μετά βρισκόμασταν ακόμα κολλημένοι στην κίνηση, ευτυχώς όχι μακριά απο το τετράγωνο που βρισκόταν η βάση της εταιρίας του. Είχα αρχίσει να δυσανασχετώ, όταν μια ιδέα μου καρφώθηκε στο κεφάλι. "Τζο, θα συνεχίσω με τα πόδια" είπα κοφτά και έβαλα το χέρι στην πόρτα. "Κυρία Τέυλορ δεν είναι καλή ίδέα" με κοίταξε με βλέμμα ανήσυχο μα τον καθησύχασα λέγοντάς του οτι είμαστε πολύ κοντά για να μου συμβεί κάτι. Παρά τις διαμαρτυρίες του άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα στο δρόμο. Έσφιξα την ζακέτα πάνω μου και έτρεξα μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Τζο να με παρακολουθεί απο το παράθυρο του αυτοκινήτου κρατώντας παράλληλα το κινητό στο αυτί του. Ήμουν σίγουρη οτι προσπαθούσε να καλέσει τον Νικ, να τον ενημερώσει για την καινούρια μου ανυπακοή.
Περπάτησα στον δρόμο και άφησα τον ήλιο να με ζεστάνει... απόλαυσα την βόλτα μου και σιγά σιγά τα βήματα μου με οδήγησαν στην είσοδο της Alliance Bernstein, της μεγάλης χρημαστηριακής εταιρίας του Νικ. Στην ρεσεψιόν η κοπέλα με ρώτησε ευγενικά το όνομά μου, μα όταν της είπα ότι είμαι η σύζυγος του ιδιοκτήτη γέλασε, γιατί νόμιζε ότι της έκανα πλάκα. Ώστε το μωρό μου δεν άφησε το παιχνίδι μας να βγει παραέξω...
Δεν έκατσα να εξηγήσω στην κοπέλα τίποτα παραπάνω και μόλις βρήκα ευκαιρία μπήκα στο ασανσέρ και πάτησα το κουμπί του τελευταίου ορόφου. Ήμουν σχεδόν βέβαιη οτι ο ιδιοκτήτης, διαλέγει το πάτωμα με την καλύτερη θέα...
Το ασανσέρ έκανε στάση σε πολλούς ορόφους, μα όταν έφτασε στο τέρμα του πετάχτηκα έξω ανακουφισμένη. Κοίταξα τριγύρω... κόσμος πηγαινοερχόταν με χαρτιά και ντοσιέ στα χέρια, βιαστικοί, αμίλητοι. Νομίζω ξεχώριζα εκεί μέσα με το ντύσιμό μου.. μόνο εγώ φορούσα τζιν ...πρόχειρη ζακέτα και μαλλιά βιαστικά πιασμένα με ένα λαστιχάκι. Οι γυναίκες γύρω μου έμοιαζαν και λες και είχαν βγει από περιοδικά μόδας. Σε μια στιγμή το σαράκι της ζήλιας βρήκε είσοδο και τρύπωσε βαθιά μέσα μου. Έσφιξα τα δόντια και το χέρι μου έψαξε για την τσάντα μου.. "γαμώτο" είπα σιγανά, την είχα αφήσει στο αυτοκίνητο του Τζο. Δεν έδωσα σημασία, και προχώρησα προς τον εσωτερικό διάδρομο που οδηγούσε στην ρεσεψιόν μα η θέση πίσω από τον πάγκο ήταν άδεια. Προχώρησα λίγο πιο μέσα και στάθηκα μπροστά απο την πόρτα που έγραφε το όνομα του Νικ. Χαμογέλασα δειλά, χτύπησα απαλά και άνοιξα την πόρτα. Το βλέμμα του Νικ καρφώθηκε πάνω μου καθώς έμπαινα μέσα και δεν πρόσεξα απευθείας τον άνδρα που καθόταν στο πλάι μου. Χαμογέλασα στον Νικ μα το πρόσωπό του έμεινε ανέκφραστο. Για λίγα δευτερόλεπτα αναρωτήθηκα γιατί, μα μια κίνηση στην άκρη του γραφείου του, μου τράβηξε το βλέμμα. Το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπό μου όταν ο άνδρας που καθόταν στα δεξιά μου γύρισε προς το μέρος μου. Η ανάσα μου κόπηκε και κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπό μου. "Μωρό μου..." άκουσα τον Νικ να λέει μα δεν άκουγα... τα μάτια μου είχαν κολλήσει στον ηλικιωμένο άνδρα μπροστά μου, αυτόν που προσπάθησε να με σκοτώσει μερικούς μήνες πριν...