κεφάλαιο 28

4.9K 565 63
                                    

Το στόμα μου ξαφνικά στέγνωσε και τα μάτια μου έμειναν ορθάνοιχτα να κοιτούν τον εφιάλτη των τελευταίων τριών μηνών μπροστά μου. Τι στο διάβολο κάνει αυτός εδώ; Κοίταξα γύρω μου μήπως και ήταν ο Λούκας εκεί κοντά αλλά τίποτα. Δεν ήθελα να πιστέψω οτι εκείνος πλήρωσε την εγγύηση μου. Και ξαφνικά ντράπηκα... ντράπηκα πολύ για την κατάντια μου... μα θύμωσα όμως κιόλας, γιατί αυτός ο άντρας μου ξυπνούσε συναισθήματα που δεν ήθελα... συναισθήματα για τον ευατό μου που εγώ είχα θάψει χρόνια τώρα...

Πήρα μια βαθιά ανάσα και απευθείας το μυαλό μου άρχισε να σκέφτεται τρόπους διαφυγής. Δεν ήθελα να τον ακολουθήσω... δεν ήθελα... αλλά δεν ήξερα κιόλας εάν θα κατάφερνα να ξεφύγω αυτή τη φορά. Κοίταξα αριστερά και δεξιά μου μα η βαθιά φωνή του με σταμάτησε "όχι... όχι μωρό μου... αυτή τη φορά δεν έχεις να πας πουθενά..." είπε σιγανά πλησιάζοντάς με. Έκανα μερικά βήματα πίσω αλλά γρήγορα με έφτασε και στάθηκε μπροστά μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω την διάθεσή που είχε από το ύφος του. Ήταν ανέκφραστος, και τα μάτια του με κοιτούσαν το ίδιο θυμωμένα όπως πάντα.

"Πάμε" είπε ξερά και με έπιασε γερά από το χέρι. Δεν κουνήθηκα απο την θέση μου και προσπάθησα να ελευθερωθώ από την λαβή του. "Άσε τα ζοριλίκια Λιβ, σε κρατάω για να μην κάνεις καμιά χαζομάρα" είπε κοφτά και με τράβηξε. Αντιστάθηκα και πάλι και κόλλησα το βλέμμα του στο δικό του "δεν πάω πουθενά μαζί σου" είπα και αμέσως κράτησα την αναπνοή μου μόλις είδα τα μάτια του. Πιο άγρια και πιο σκοτεινά από ποτέ. Με τράβηξε απότομα και με κόλλησε στον τοίχο πίσω μου "δεν θα το πω δεύτερη φορά, έρχεσαι μαζί μου τώρα, δεν θες να με δεις θυμωμένο" μου είπε και κόλλησε τα χείλη του στο αυτί μου. Η φωνή του με ανατρίχιασε, ακόμα με εξουσίαζε αυτός ο άντρας, ακόμα στο άγγιγμά του και στην θέα του αντιδρούσε το κορμί μου. Τον άφησα να με παρασύρει, και μέχρι την τελευταία στιγμή κοιτούσα γύρω μου μήπως βρω τον Λούκας. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο έξω απο το τμήμα, και ο ήλιος με τύφλωσε. Η μέρα ήταν υπέροχη, παρόλαυτά έσφιξα πάνω μου την φαρδιά μου ζακέτα. Ο Νικ μου έριξε μια στραβή ματιά, έβαλε τα γυαλιά του ήλιου και κατευθυνθήκαμε προς το σταθμευμένο του αμάξι. Άνοιξε την πόρτα και με έσπρωξε ελαφρά, μα για μια στιγμή δίστασα, μέχρι που άκουσα την φωνή του πίσω μου "δεν παίζω Λιβ...". Μπήκα μέσα και κόλλησα στην απέναντι πόρτα. Αν άνοιγα την πόρτα; Αν την άνοιγα απλά και πεταγόμουν έξω; "Ούτε να το σκέφτεσαι" μου είπε προειδοποιητικά κοιτάζοντας το χέρι μου πάνω στο χερούλι της πόρτας. Κάθισε στην άλλη άκρη και έκανε νόημα στον Τζο να ξεκινήσει.

Στο δρόμοDove le storie prendono vita. Scoprilo ora