Για ένα λεπτό δεν μπορούσα να πάρω ανάσα... Είχαν κλείσει τα αυτιά μου και τα μάτια μου δεν έβλεπαν τίποτα. Κρατήθηκα από το χερούλι της πόρτας και προσπα΄θησα να συνέλθω. Ο Νικ αμέσως βρέθηκε δίπλα μου πιάνοντάς με από την μέση μα όταν τον κοίταξα νόμιζα ότι έβλεπα έναν ξένο μπροστά μου. "Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω Λιβ" είπε με ένα στραβό χαμόγελο ο άνδρας και τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Άνοιξα το στόμα να μιλήσω, μα δεν βγήκε λέξη από μέσα... Είχα σοκαριστεί... Κοίταξα τον Νικ, η ανησυχία είχε φωλιάσει μέσα στα μάτια του, ενώ το χέρι του συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά από την μέση μου. Προσπάθησα να κουνηθώ μα δεν με άφησε... φοβόταν... μπορούσα να διακρίνω τον φόβο στο βλέμμα του... "Τι στο καλό..." η φωνή μου ακούστηκε σαν ψίθυρος κοιτώντας τον ερωτηματικά. Για ένα λεπτό χαμήλωσε το βλέμμα και έριξε μια στραβή ματιά στο άνδρα πίσω του, ο οποίος είχε ένα ανεξιχνίαστο ύφος στο πρόσωπό του. "Ήξερες;" τον ξαναρώτησα και ούτε η ίδια δεν ήξερα για τι απόλα περίμενα απάντηση. Δεν μίλησε... μα η σιωπή του τα είπε όλα. "Δεν αλλάζει τίποτα για μένα" μου είπε κοφτά και η λαβή του έγινε πιο γερή. Έσμιξα τα μάτια προσπαθώντας να καταλάβω τί είχε συμβεί...ενώ μέσα μου ένιωθα την ψυχή μου να κλαίει. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που βρισκόταν εκεί; Τι δουλειά είχε μαζί του Νικ; Το μυαλό μου έψαχνε να βρει απαντήσεις μα δεν κατάφερνε να συγκεντρωθεί. Δεν ένιωθα καλά... το στομάχι μου ανακατευόταν και το κεφάλι μου γύριζε από την ένταση που βίωνα εκείνη τη στιγμή. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και προσπάθησα να συνέλθω. Έπρεπε να φύγω από εκεί μέσα... πνιγόμουν... πνιγόμουν. Προσπάθησα να γυρίσω την πλάτη μου μα ο Νικ με κρατούσε σφιχτά, τον κοίταξα στο πρόσωπο και μουρμούρισε ένα απλό 'όχι'. Ένιωθα τα μάτια μου να τρέχουν και το κορμί μου να τρέμει στα χέρια του. "Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις... Θα τα μάθεις όμως... μ' ακούς;" με ρώτησε ταρακουνώντας με "Λιβ!" είπε πιο δυνατά και τα μάτια μου βυθίστηκαν στα δικά του... Λιβ... το όνομά μου... το ήξερε... το είχε μάθει... Θα ξέρει για το πορτοφόλι... θα ξέρει για το δισκάκι...για την αμνησία... θα τα ξέρει όλα... σκατά... μα εγώ τώρα πια... δεν ήξερα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος μπροστά μου... δεν τον αναγνώριζα... με κορόιδευε; τόσο καιρό έπαιζε μαζί μου; Με φώναζε Άννα... Μου έκανε έρωτα και με έλεγε Άννα... Τι σκατά ανώμαλος είναι αυτός;
Πήρα βαθιά ανάσα και ένευσα καταφατικά ρίχνοντας ματιές στον τύπο που καθόταν ακόμα αμέτοχος. Έπρεπε να κερδίσω χρόνο.. έπρεπε να απομακρυνθώ από εκεί μέσα... "Θα πας τώρα στο σπίτι μας Λιβ... θα πας σπίτι μας και θα με περιμένεις εκεί; Εντάξει;" μου είπε ψάχνοντας το βλέμμα μου "Λιβ!" είπε πιο άγρια και άφησα μια κοφτή ανάσα. "Θα πας σπίτι μας τώρα, μ' ακούς;" είπε άλλη μια φορά πιο αργά, πιο έντονα. Άκουσα βήματα απο πίσω μου "δεν απαντούσες το τηλέφωνο αφεντικό" η φωνή του Τζο, σιγανή μα αρκετά καθαρή στα αυτιά μου... Όλοι μέσα στο κόλπο, όλοι κάλυπταν έναν δολοφόνο... "Τζο πάρε την Λιβ σπίτι" είπε κοφτά "μην την χάσεις απο τα μάτια σου" πρόσθεσε απότομα και με έσπρωξε απαλά πάνω του "Σ' αγαπώ... όταν έρθω σπίτι θα τα πούμε όλα" μου είπε σιγανά στο αυτί και με άφησε από το χέρι του.
Δεν μίλησα... Ήμουν τόσο σοκαρισμένη ακόμα που δεν μπορούσα να μιλήσω... Μέσα μου η αναταραχή που ένιωθα με έπνιγε, με διέλυε... Λένε ότι ο φόβος και ο πανικός είναι κακή σύμβουλοι... και το ήξερα... το ήξερα μα πάντα όταν βρεθεί κάποιος σε τέτοια θέση ξεχνά και συμβουλές και γνωμικά...
Προχωρούσα προς το ασανσέρ με τον Τζο λίγα βήματα πίσω μου και ένιωθα την ματιά του Νικ πάνω μου. Μυριζόμουν τον φόβο του... εμένα... εμένα φοβόταν και καλά έκανε... ήμουν απρόβλεπτη και το ήξερε καλά... Στάθηκα μπροστά στο ασανσέρ και πάτησα το κουμπί. Ο Τζο λίγα βήματα πιο πίσω μου, οι πόρτες άνοιξαν και κοίταξα πίσω μου τον Νικ. Οι ματιές μας κλείδωσαν και τον είδα να σμίγει τα μάτια. "Όχι Λιβ!" φώναξε δυνατά... και για μια στιγμή τρόμαξα με το πόσο καλά μπορούσε να με διαβάσει... Άρχισε να τρέχει, μα την απόφασή μου την είχα πάρει. Ο Τζο αιφνιδιάστηκε με την φωνή του αφεντικού του και έστρεψε προς την πλευρά του το κεφάλι... αυτό μου έδωσε αρκετό χρόνο για να κάνω την κίνησή μου, μπήκα στο ασανσέρ, πάτησα το κουμπί και έσπρωξα με δύναμη το Τζο προς τα έξω, την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει. Τα έπαιζα όλα για όλα... Έβλεπα τον Νικ τρομοκρατημένο να τρέχει προς την μεριά μου, μα οι πόρτες έκλεισαν κι έμεινα να ακούω μόνο την φωνή του να με καλεί και τα χτυπήματά του στην πόρτα του ασανσέρ.
Σε λίγα λεπτά ήμουν στο λόμπι. Ήμουν σίγουρη ότι θα είχε καλέσει την ασφάλεια και με γρήγορες κινήσεις άλλαξα κατεύθυνση. Έστριψα αριστερά και βρέθηκα σε έναν μεγάλο χώρο, καφετέρια ή κάτι τέτοιο. Σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου και πλησίασα με μεγάλα βήματα μια κοπέλα με στολή. "Υπάρχει κάποια έξοδος από εδώ; Έχω παρκάρει εδώ στο πλάι" πρόσθεσα απολογητικά μετά το περίεργο βλέμμα που μου έριξε. "Υπάρχει... μέσα από την κουζίνα.. αλλά δεν επιτρέπεται για το κοινό..." είπε στεγνά μα δεν περίμενα λέξη παραπάνω. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα που έλεγε 'απαγορεύεται" και όρμησα μέσα. Εισέπραξα μερικά περίεργα βλέμματα και παρατηρήσεις, αλλά δεν άκουγα τίποτα. Βρήκα την έξοδο και αμέσως μετά πετάχτηκα έξω....
Στάθηκα δύο λεπτά να βρω την ανάσα μου, και αμέσως κατευθύνθηκα προς τον κεντρικό δρόμο. Χώθηκα ανάμεσα στον κόσμο, και απομακρύνθηκα όσο μπορούσα από την περιοχή που βρισκόταν η επιχείρηση του Νικ. Δεν σκεφτόμουν... πίεζα το μυαλό μου να μην σκέφτεται... την καρδιά μου να μην νιώθει, τα μάτια μου να μην κλαίνε. Τίποτα από όλα αυτά δεν υπάκουε στις εντολές του μυαλού όμως...Περπάτησα τόσο πολύ ώσπου τα πόδια μου πόνεσαν, και τότε μόνο συνειδητοποίησα οτι είχε νυχτώσει. Δεν είχα τσάντα μαζί μου, δεν είχα χρήματα, δεν είχα τίποτα... Θα έπρεπε να με απασχολεί... μα ήταν το τελευταίο πράγμα που με ένοιαζε... Η προδοσία... αυτό έκαιγε την καρδιά μου... αυτό με διέλυε...