Δεν ένιωθα καλά μα ο Νικ δεν έπαιρνε χαμπάρι. Φαινόταν τόσο εκνευρισμένος και θυμωμένος που δεν νομίζω να καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του. "Λέγε γαμώτο Λιβ; Πόσα σου έδωσε το κάθαρμα για να μου αρπάξεις τις αποδείξεις εναντίον του;" φώναξε και πάλι και με δυο βήματα με έπιασε απο τα μπράτσα. "Το καθίκι αύριο θα τον χώσω φυλακή, προλαβαίνεις να μου πεις μια λέξη Λιβ... μια λέξη περιμένω απο σένα μωρό μου και θα σε γλιτώσω απο όλο αυτό... μια σου λέξη περιμένω μόνο!" το παραλήρημά του δεν είχε τέλος. Οι ενοχλήσεις που είχα αρχίσει να νιώθω έγιναν πόνος... ένας ύπουλος ελαφρύς πόνος που ξεκινούσε και σταματούσε μέσα μου. Προσπάθησα να γλιτώσω απο τα χέρια του μα με κρατούσε σφιχτά "δεν καταλαβαίνω τίποτα από ότι λες Νικ! Άφησέ με!" διαμαρτυρήθηκα μα εκείνος δεν άκουγε τίποτα. Είχε θολώσει τόσο πολύ που δεν είχε πλέον έλεγχο των κινήσεών του. Και τότε άρχισε να μιλάει... δεν ξέρω εαν έφταιγε το ποτό... δεν ξέρω εαν έφταιγε κάτι άλλο όμως μέσα στην ζάλη του είπε πράγματα που δεν ήξερα, πράγματα που δεν φανταζόμουν...
Το τοπίο είχε αρχίσει να ξεκαθαρίζει μέσα μου από την στιγμή που άνοιξε επιτέλους το στόμα του και μίλησε καθαρά... Ένιωθα να τον μισώ... Να τον μισώ όσο τίποτα άλλο... να μην τον θέλω κοντά μου ούτε λεπτό παραπάνω... Προσπάθησα να τον διώξω, μα ένας οξύς πόνος με δίπλωσε στα δύο κι αν δεν με κρατούσε γερά, θα είχα σωριαστεί στο πάτωμα. Το πρόσωπό μου είχε αλλοιωθεί απο τον πόνο, και οι κραυγές μου καρφώθηκαν απευθείας στην καρδιά μου. Ο Νικ με κρατούσε μα δεν ξέρω εάν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε... Με κοιτούσε με το πρόσωπό του παγωμένο απο τρόμο και δεν έκανε καμία κίνηση να με βοηθήσει. Άκουσα απο μακριά την πόρτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα ο Τζο. Με γρήγορες κινήσεις με ξάπλωσε στον καναπέ μα αμέσως ένιωσα τα χέρια του Νικ γύρω μου. "Μην φοβάσαι μωρό μου.." αυτό μου ψιθύριζε μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο "μην φοβάσαι μωρό μου..." ξανά και ξανά... μέχρι που απλά έχασα την επαφή με την πραγματικότητα.
Άνοιγα τα μάτια μου άκουγα τις κραυγές μου... άνοιγα τα μάτια μου και έβλεπα το πρόσωπο του Νικ, αλλαγμένο από την αγωνία; απο τον φόβο; απο τι; απο τι γαμώτο; Έκλεινα τα μάτια και άκουγα τις φωνές του... δεν ξέρω σε ποιον φώναζε... δεν ξέρω τι έλεγε, μα ένιωθα τα χέρια του γύρω μου... τα χείλη του στο μέτωπό μου... Γιατί να νιώθω τόσο όμορφα κοντά του... γιατί το άγγιγμά του να μετριάζει τον πόνο μέσα μου; γιατί; Στα αυτιά μου έφτανε μια σειρήνα, μα έμοιαζε να έρχεται από μακριά, σαν να μην με αφορούσε... σαν να μην ήταν για μένα. "Μείνε κοντά μου μωρό μου..." τον άκουσα να λέει και πάλι μα το μυαλό είχε κολλήσει... είχε κολλήσει σε λόγια... σε βλέμματα... σε πράξεις... Δεν θέλω να είναι κοντά μου... κι ας νιώθω τόσο όμορφα εκεί... δεν θέλω... Ο πόνος με έκοψε σαν μαχαίρι και πάλι και έφερα τα χέρια στην κοιλιά μου σχεδόν ουρλιάζοντας. Έσφιξα με δύναμη τα μάτια μα εκείνα άνοιξαν και είδα το κλαμένο πρόσωπο του Νικ... έκλαιγε... έκλαιγε και τα δάκρυά του έπεφταν πανω μου... Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι, με την απόγνωση στο πρόσωπό του να φαίνεται τόσο καθαρά, με τον φόβο φωλιασμένο μέσα στα μάτια του...
Λίγο αργότερα νομίζω έχασα εντελώς τις αισθήσεις μου...τα αυτιά μου δεν άκουγαν τίποτα, ένα μαύρο πέπλο απλώθηκε μπροστά μου...και μετά το σκοτάδι...