"Νομίζω έκανα αρκετά υπομονή... αλλά δεν έχω άλλη Λιβ, με έχεις φτάσει στα όριά μου γαμώτο... Δεν αντέχω άλλο αυτό το αστείο... δεν αντέχω άλλο αυτή την κωμωδία..." μου είπε και οι παλμοί μου αυξήθηκαν. "Πίστευα ότι θα μπορούσα να περιμένω μέχρι να γεννηθεί το παιδί, αλλά δεν με αφήνεις σε ησυχία... και έχω βαρεθεί να σε κυνηγάω" είπε μονομιάς και το βλέμμα του παρέμενε σκληρό όπως πάντα. "Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις, δεν θα αργούσε η ώρα για να τα μάθεις, αλλά εσύ... απλά δεν γίνεται δεν μπορώ άλλο..." είπε και τον είδα να γεμίζει ένα ποτήρι με αλκοόλ. Ήπιε μια γερή γουλιά και άφησε το βλέμμα του πάλι πάνω μου.
"Γνώριζα τον πατέρα σου" είπε ξαφνικά και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο. Άνοιξα το στόμα μα το έκλεισα χωρίς να αφήσω λέξη να βγει έξω. Η ματιά του με παρακολουθούσε, δεν έχανε τίποτα, το βλέμμα του ανήσυχο προσπαθούσε να με διαβάσει. Παρέμεινα σιωπηλή παρά την φωτιά που είχε ανάψει μέσα μου κι επιτέλους αποφάσισε να συνεχίσει. "Ήταν συνεργάτης μου, μαζί φτιάξαμε την εταιρία αυτή. Εκείνος στην δύση της καριέρας του, εγώ ακόμα στην αρχή" είπε και έφερε πάλι το ποτήρι στα χείλη Ήθελα να σηκωθώ και να το πετάξω μακριά, να το κάνω χίλια κομμάτια, να κάνω αυτόν χίλια κομμάτια. Τι χαζομάρες μου έλεγε γαμώτο... Τα μάτια μου υγραίνονταν πάλι και δεν στέγνωναν με τίποτα. "Δεν ήξερα για την ύπαρξή σου παρά λίγο μετά που πέθανε, υπήρχε στην διαθήκη του το όνομά σου" είπε κοφτά. Προχώρησε αργά και έφτασε μέχρι την μεγάλη τζαμαρία πίσω μου. Δεν τον έβλεπα, δεν με έβλεπε, ίσως και να ήταν πιο εύκολα έτσι σκέφτηκα, μα μόλις άκουσα πάλι την φωνή του οι μαχαιριές μέσα μου πονούσαν το ίδιο.
"Παρακολουθούσα την ζωή σου... σε έβλεπα να αλλάζεις οικογένειες και ιδρύματα, και με φόβιζες. Με φόβιζε η συμπεριφορά σου και με έκανες να αναρωτιέμαι σε τι άτομο θα έπεφτε ένα μεγάλο ποσοστό της εταιρίας μου, της δικής μου και του πατέρα σου" είπε και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου ανίκανη και να ανασάνω. Η αναταραχή που είχε ξεσπάσει μέσα μου είχε αντίκτυπο στον μικρό εισβολέα. Πρώτη φορά τον ένιωσα μέσα μου εκείνο το βράδυ. Εκείνο το απαίσιο βράδυ και δεν μπορούσα να το απολαύσω, δεν μπορούσα να δείξω την χαρά μου γιατί την είχε πλακώσει ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο.
"Σε παρακολουθούσα μέχρι που έφυγες από την τελευταία οικογένειά σου μόλις ενηλικιώθηκες. Έπειτα έχασα εντελώς τα ίχνη σου παρόλο που έψαξα πολλές φορές να σε βρω, κάθε μου προσπάθειά μου έπεφτε στο κενό". Με την άκρη του ματιού μου τον είδα πάλι να γεμίζει το ποτήρι του, και απλά ήλπιζα να μην μεθούσε μέχρι να τελείωνε ότι είχε να πει. "Δεν σου κρύβω ότι το σκέφτηκα πολύ μέχρι να ξεκινήσω τις διαδικασίες που έπρεπε. Σε φοβόμουν... έβλεπα μια θυμωμένη κοπέλα, ανίκανη να στεριώσει σε ένα σπίτι. Τι αντίκτυπο θα είχες στην εταιρία αυτή; Τι θα ζητούσες; Τι θα έκανες; Το πήρα απόφαση στο τέλος... Εδώ και δύο χρόνια ετοίμαζα τα χαρτιά για να σου δοθεί το μέρισμα, να μεταβιβαστούν οι μετοχές της εταιρίας που σου αναλογούν. Μέσα στους ελέγχους ανακάλυψα λάθη... λεφτά έκαναν φτερά με μαθηματική ακρίβεια και έπρεπε να βρω ποιος με εκμεταλλεύεται... ποιος απλώνει χέρι εκεί που δεν πρέπει. Άφησα στην άκρη την δική σου ιστορία και προσπάθησα να βρω τον ένοχο που κλέβει το χέρι που τον ταΐζει Την μέρα που έπεσες πάνω μου... εκείνη την ημέρα βρήκα τον ένοχο, και έγραψα όλα τα στοιχεία και τις αποδείξεις σε ένα μικρό δισκάκι... σε ένα μικρό σιντί κρυμμένο καλά μέσα στο πορτοφόλι μου..." είπε κοιτάζοντάς με και η αναπνοή μου σταμάτησε.
"Δεν ξέρω ποια δύναμη σε έριξε πάνω μου εκείνη την μέρα... δεν ξέρω εάν ήταν η μοίρα που μας έδενε ή κάτι άλλο που θα μας χώριζε" μου είπε και το βλέμμα του κόλλησε στο δικό μου περίεργα. "Ήταν σύμπτωση; εγώ δεν πιστεύω σε συμπτώσεις Λιβ, και με το που έπεσες πάνω μου σε αναγνώρισα. Μόνο που έριξα τα μάτια μου πάνω σου κατάλαβα ποια είσαι..." συνέχισε πιο σιγά. Καθόμουν ακόμα ακίνητη στην πολυθρόνα μα ένιωθα τα μέλη μου βαριά σαν σίδερο. Το στόμα μου είχε στεγνώσει και μια πικρή γεύση είχε μείνει. "Από εκείνη τη στιγμή είχα δύο λόγους να σε βρω... δεν ήξερα ποιος ήταν ο πιο σημαντικός..." είπε ξανά και γύρισε την πλάτη του σε μένα.
"Δεν είχα χρόνο... δεν μπορούσα να περιμένω άλλα δύο χρόνια για να μαζέψω πληροφορίες για τον ίδιο άνθρωπο... και οι συγκυρίες δεν με βοηθούσαν...δεν βοηθούσαν ούτε εσένα Λιβ! Ούτε εσένα!" είπε έντονα και με δυο βήματα βρέθηκε μπροστά μου. Με άρπαξε από τα χέρια και με κράτησε μπροστά του "έχεις χρόνο Λιβ... έχεις ακόμα χρόνο να μου πεις τι τρέχει... Έχεις ακόμα χρόνο..." είπε πιο σιγά μα η απογοήτευση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του όταν είδε την απορία στο βλέμμα μου. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι ήθελε να μου πει... δεν ήξερα για ποιο χρόνο μιλούσε και τί στο καλό ζητούσε από μένα...
Με άφησε απότομα και απομακρύνθηκε από κοντά μου. Άρπαξε το μπουκάλι με το αλκοόλ και ήπιε μονομιάς μια γερή γουλιά κατευθείαν από εκεί. Το ύφος του είχε αλλάξει... ο θυμός διακρινόταν εύκολα, οι φωτιές που πετούσαν τα μάτια του ήταν έτοιμες να με κάψουν. Απομακρύνθηκα από τον καναπέ και έβαλα προστατευτικά το χέρι στην κοιλιά μου. Η κίνησή μου δεν διέφυγε από τον Νικ που χαμογέλασε στραβά. Έμεινε για λίγο ακίνητος κοιτώντας με, με αυτό το διαπεραστικό του βλέμμα και έμοιαζε σαν να έδινα τεράστια μάχη μέσα του. Τι στο καλό... συνέχισα να αναρωτιέμαι, και δεν ένιωθα καθόλου ασφαλής πλέον κοντά του.
"Πόσα σου έδωσε;" με ρώτησε κοφτά και έκανε δυο βήματα κοντά μου. Έσμιξα τα μάτια και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, δίνοντάς του να καταλάβει ότι δεν είχα ιδέα του τι έλεγε. Γέλασε και πάλι κοφτά και με πλησίασε ακόμα περισσότερο "λέγε Λιβ... πόσα πήρες; Πόσα πήρες για να τα κάνεις όλα αυτά; Πόσα πήρες για να με πλησιάσεις;" συνέχισε να με ρωτά, μα είχα αρχίσει να με κουράζει αυτή η ιστορία... Τόσες πληροφορίες σε τόσο λίγο χρόνο, και το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει...