κεφάλαιο 25

4.3K 563 13
                                    

"Γαμώτο" ψιθύρισα βάζοντας σχεδόν τα κλάματα και έσκυψα απευθείας κάτω από το τραπέζι. Παρακαλούσα βαθιά μέσα μου να μη με βρουν... να μην με ανακαλύψουν. Η φωνή της Αφρικανής, ακούστηκε βαριά μέσα στην ησυχία του δωματίου "Ολίβια Μπλέικ". Επανέλαβε σχεδόν αμέσως το όνομα μου πιο δυνατά με τον εκνευρισμό να διακρίνεται στην φωνή της. Απόλυτη ησυχία είχε απλωθεί στον χώρο και όλοι άρχισαν να κοιτούν ο ένας τον άλλο με απορία. Εγώ βρισκόμουν ακόμα κάτω από το τραπέζι και δεν τολμούσα να κουνηθώ. "Ορίστε, σου είπα δεν υπάρχει εδώ!" είπε με θυμό και αμέσως μετά άκουσα την οργισμένη φωνή του Νικ "Έχετε δει αυτή την κοπέλα; Έμεινε εδώ χθες το βράδυ;" άκουσα βήματα και χαρτιά να αλλάζουν χέρια. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα ένα ζευγάρι μάτια να με κοιτάνε έντονα. Ο ηλικιωμένος άνδρας δίπλα μου με αναγνώρισε... το κατάλαβε ότι έψαχναν εμένα... Σκατά... Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο δικό του και τον παρακάλεσα σιωπηλά να μην με προδώσει... Σήκωσε και πάλι το κεφάλι και μετακινήθηκε προς την πλευρά μου, κρύβοντάς με, με το μεγάλο του σώμα. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να παίρνει ένα χαρτί στα χέρια του και αφού έμεινε για λίγο ακίνητος στην θέση του, άκουσα ξαφνικά την φωνή του "έφυγε!". Αναστέναξα σιωπηλά και έκλεισα τα μάτια. Άκουσα τα βιαστικά βήματα του Νικ και του Τζο και στάθηκαν από πάνω μου, μπροστά στον ηλικιωμένο άνδρα. "Την είδες;" τον ρώτησε και ο άνδρας του απάντησε θετικά "κοιμήθηκε εδώ απόψε, μα έφυγε πριν το πρωινό". Άκουσα την ανάσα του Νικ να βγαίνει βαριά από μέσα του και αμέσως μετά να βρίζει σιγανά. "Είπε τίποτα; Που θα πάει ίσως;" συνέχισε εκείνος μα ο άνδρας απάντησε αρνητικά. "Δεν της μίλησα, απλά την είδα στην φωτογραφία σου και την γνώρισα" απάντησε κοφτά κι έπειτα γύρισε στο πρωινό του. Τα βήματα απομακρύνθηκαν και κατάφερα να αναπνεύσω και πάλι ελεύθερα. Έμεινα για λίγο εκεί ακίνητη και σιωπηλή, βάζοντας τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Με έψαχνε... μου είπε ότι υπάρχουν πολλά να πούμε, μα ειλικρινά εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα ούτε να τον ακούσω, ούτε να τον δω Έπρεπε να φροντίσω τον εαυτό μου όσο καλύτερα γινόταν... έπρεπε να βρω καταφύγιο και να συνεχίσω την ζωή μου από εκεί που την είχα σταματήσει, από την στιγμή που έπεσα πάνω του, έξω από το Εμπάιρ στειτ μπίλντινγκ.

Ο ηλικιωμένος άνδρας μου έκανε νόημα να βγω, και κάθισα αργά και πάλι στην θέση μου. Τον κοίταξα και χωρίς να μιλήσω τον ευχαρίστησα με τα μάτια. Τύλιξα σφιχτά την ζακέτα γύρω μου και βγήκα προσεκτικά έξω. Στην είσοδο βρισκόταν η Αφρικανή, που μόλις με είδε άνοιξαν τα μάτια της από την έκπληξη. Ανασηκώθηκε από την θέση της μα πριν με πλησιάσει αρκετά, είχα ήδη φύγει βιαστικά από το κτίριο.

Περπάτησα προσεκτικά στους δρόμους του Μανχάταν μα συνεχώς κοιτούσα πίσω μου, μην τυχόν και με ακολουθούσε κάποιος. Αποφάσισα να πάω στον Λούκας. Εάν με άφηνε να μείνω λίγο μαζί του, έως ότου μάζευα λίγα χρήματα, ίσως κατάφερνα να έβρισκα κάποιο πιο μόνιμο καταφύγιο να μείνω. Δεν είχα επιλογή... πραγματικά δεν είχα επιλογή. Όσο κι αν ήθελα να μην τον μπλέξω σε αυτή την ιστορία, ήταν το μοναδικό άτομο που μπορούσα να εμπιστευτώ.

Στο μαγαζί του έφτασα αργά το μεσημέρι καθώς είχα απομακρυνθεί αρκετά από το κέντρο, και ήθελα αρκετή ώρα περπατώντας να φτάσω εκεί. Κατέβηκα βιαστικά τα σκαλιά και μπήκα μέσα. Ο χαρακτηριστικός θόρυβος από το κουδούνι ακούστηκε μόλις άνοιξα την πόρτα. Το κεφάλι του Λούκας πρόβαλε από το πίσω δωμάτιο και με κοίταξε χωρίς να βγάλει μιλιά. Με πλησίασε βιαστικά, και αφού κλείδωσε την πόρτα και οδήγησε στο πίσω δωμάτιο. Με κράτησε από τα μπράτσα και αφού με κοίταξε προσεκτικά, με μια κίνηση με έκλεισε στην αγκαλιά του. Αυτή τη φορά το χέρι του έμεινε εκεί που έπρεπε να μείνει... μάλλον είχε συνειδητοποιήσει την κατάστασή μου. "Λιβ..." είπε και τα μάτια του με κοίταξαν με συμπόνια. Παλιότερα αυτό το βλέμμα το σιχαινόμουνα... τώρα το τελευταίο πράγμα που με ένοιαζε ήταν η περηφάνια μου. "Χρειάζομαι την βοήθειά σου Λούκας" είπα σιγανά και με οδήγησε στον καναπέ. Κάθισα βαριά, και άπλωσα μπροστά τα πόδια μου που με πονούσαν από το περπάτημα. Ο Λούκας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και αμέσως μετά πρόσθεσε "Λιβ... σε ψάχνουν". Έβαλα το πρόσωπο στις παλάμες και έβαλα τα κλάματα. Γαμώτο... ένιωθα τόσο αδύναμη ψυχολογικά, που αν με πετούσαν σε μια αρένα με λιοντάρια θα καθόμουν απλά να περιμένω να με φάνε. Σκούπισα εκνευρισμένη τα δάκρυα και τον κοίταξα περιμένοντας να μου πει λεπτομέρειες. "Ήρθαν δύο τύποι χθες... ήξεραν το όνομά μου, ότι είμαστε φίλοι... πολλά τέλος πάντων... σε ψάχνουν... που έχεις μπλέξει ρε γαμώτο;" με ρώτησε απαλά μα δεν του έδωσα απάντηση. "Μπορείς να με φιλοξενήσεις για μερικές μέρες;" τον ρώτησα και πάλι, παρακαλώντας σιωπηλά να μην δειλιάσει. Μου χαμογέλασε αχνά και με έκλεισε και πάλι στην αγκαλιά του "φυσικά ρε Λιβ... γι αυτό δεν είναι οι φίλοι; Θα σε πάω σπίτι μου... εκεί δεν πατάει άνθρωπος, μπορείς να μείνεις όσο θες" μου είπε και αναστέναξα με ανακούφιση.

Τότε μόνο συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι να έχεις φίλους... ανθρώπους που μπορείς να εμπιστευθείς, να στραφείς σε εκείνους σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής σου... Και για μένα αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Λούκας...

Στο δρόμοWhere stories live. Discover now