Η επόμενη εβδομάδα πέρασε χωρίς να τον δω σχεδόν καθόλου. Μάλλον με απέφευγε κι έτσι δεν συναντηθήκαμε πολύ. Ευτυχώς γιατί δεν ήθελα να του ζητήσω συγνώμη γι' αυτό που έγινε, και ούτε ήξερα πως να δικαιολογηθώ. Με τρόμαξε, αντέδρασα αυθόρμητα... αυτό ήταν. Αγκαλιές δεν είχα δεχτεί και δεν δεχόμουν από κανέναν. Εκείνη την εβδομάδα πέρασαν διάφορα σενάρια και σχέδια από το μυαλό μου. Έπρεπε να οργανώσω την απόδρασή μου. Γιατί περί απόδρασης θα επρόκειτο με τόση ασφάλεια μέσα στο σπίτι. Πάντα υπήρχε κάποιος εκεί... πάντα! Πότε η κυρία που φρόντιζε το σπίτι.. πότε κάποιος φουσκωτός που έμενε πίσω... Μόνη δεν έμεινα στιγμή. Ήμουν σίγουρη ότι ο Νικ είχε δώσει σαφής οδηγίες να μην με αφήνουν ούτε λεπτό. Είχε αρχίσει να με εκνευρίζει όλη αυτή η προστασία και με έκανε να ανησυχώ για το πως θα ξεμπερδέψω από όλη αυτήν την ιστορία. Μετά την δήλωσή του για τον φανταστικό μας γάμο, δεν έβλεπα καμία εξέλιξη στο θέμα. Δεν προσπαθούσε να με πείσει για κάτι, δεν μου έκανε ερωτήσεις, δεν έκανε τίποτα! Αναρωτιόμουν που θα έβγαινε όλο αυτό. Θα έμενα εγώ μαζί του με μια "αμνησία" και εκείνος απλά θα συνέχιζε την ζωή του με το παραμύθι του γάμου; Κάτι δεν πήγαινε καλά... και γι' αυτό σιγουρεύτηκα όταν λίγες μέρες μετά το περιστατικό στο σαλόνι του σπιτιού του, και ενώ με απέφευγε μέσα στην μέρα, τις νύχτες τον άκουγα να μπαίνει προσεκτικά στο δωμάτιό μου. Το πρώτο βράδυ ετοίμασα τις μπουνιές μου, και προσποιήθηκα ότι κοιμόμουν μα εκείνος απλά καθόταν στην πολυθρόνα απέναντί μου πίνοντας αλκοόλ. Το δεύτερο βράδυ πάλι τα ίδια... ήμουν σίγουρη ότι είχα πέσει σε ανώμαλο, και οι γροθιές μου βρισκόταν πάντα σε ετοιμότητα. Καθόταν και με παρατηρούσε να κοιμάμαι.. για ποιο λόγο; Μήπως μέσα στον ύπνο μου αποκαλύψω κάτι; Γαμώτο.... είχα αρχίσει να φοβάμαι και να κοιμηθώ...
Οι μέρες περνούσαν, η όρασή μου ευτυχώς βελτιώθηκε σχεδόν αμέσως κι έτσι μπόρεσα και επεξεργάστηκα το σπίτι καλύτερα. Οι ντουλάπες στο δωμάτιο που κοιμόμουν ήταν γεμάτες με ρούχα γυναικεία, και υποτίθεται δικά μου, παπούτσια τσάντες, αξεσουάρ και διάφορα άλλες άχρηστες χαζομάρες. Την πρώτη φορά που τα αντίκρισα ειλικρινά με έπιασε πονοκέφαλος καθώς ήταν η μοναδική φορά στην ζωή μου έβλεπα τόσα πολλά πράγματα σε ντουλάπα ενός σπιτιού. Δεν έδωσα όμως σημασία σε όλα αυτά. Είχα μάθει στα λίγα, και τα πολλά μου προκαλούσαν πανικό. Αρκέστηκα σε δύο τζιν παντελόνια και μερικά χοντρά πουλόβερ που βρήκα στον πάτο ενός συρταριού.
Η απραξία είχε αρχίσει να με τρώει. Ήθελα να βγω έξω, και επειδή είχα αναρρώσει πλήρως μετά το ατύχημα δεν έβλεπα λόγο να μένω μέσα. Μου έλειπε η ελευθερία που ένιωθα... τίποτα και κανείς δεν θα μου την στερούσε. Βασικά... κυρίως ήθελα να δω τον Λούκας, γιατί ήμουν σίγουρη ότι θα είχε ανησυχήσει αρκετά. Ή τουλάχιστον... έτσι ήθελα να πιστεύω. Ντύθηκα ζεστά, φόρεσα ένα καινούριο παλτό και κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Μόλις που πρόλαβα να βάλω το χέρι πάνω στο πόμολο όταν ένας από τους μπράβους του Νικ πετάχτηκε δίπλα μου. "Θα βγείτε κυρία Τέυλορ;" τον άκουσα να με λέει έτσι και χαχάνισα σιγανά. "Ναι... δεν θα αργήσω" απάντησα ανοίγοντας την πόρτα, μα εκείνος επίμονος με σταμάτησε και πάλι. "Έχω διαταγές από τον κύριο Τέυλορ, να μην βγαίνετε μόνη σας έξω" μου είπε με ανέκφραστο ύφος κάνοντας με να τον κοιτάξω απότομα. "Είμαι δηλαδή σε κατ' οίκον περιορισμό;" του αντιγύρισα μα εκείνος συνέχισε να με κοιτάει σιωπηλός και ανέκφραστος. Ξεφύσηξα εκνευρισμένη γιατί δεν μου άρεσε καθόλου όλο αυτό. "Πάρε σε παρακαλώ το αφεντικό σου τηλέφωνο και πες του ότι θέλω να βγω" συνέχισα έντονα κλείνοντας την πόρτα και τον είδα να γυρίζει στο δωμάτιο από το οποίο βγήκε λίγα λεπτά πριν. Δεν έκατσα ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Άνοιξα ξανά και έκλεισα πίσω μου την πόρτα αθόρυβα. Πήρα το ασανσέρ και σε λίγα μόλις λεπτά πατούσα τα πόδια μου στο πεζοδρόμιο.