Πανικός με κυρίεψε. Ιδιαίτερα όταν ανασήκωσε το χέρι του δείχνοντάς με στους δύο φουσκωτούς σωματοφύλακές του. Γύρισα απότομα την πλάτη μου και άρχισα να τρέχω. Έστριψα στον πρώτο δρόμο αριστερά που βρήκα και άρχισα να τρέχω δυτικά προς την πέμπτη λεωφόρο, κάνοντας στην ουσία ένα τεράστιο κύκλο γύρω από το Εμπαιρ Στειτ Μπίλντιγκ. Δεν τολμούσα να κοιτάξω πίσω. Δεν είχα το κουράγιο. Έβριζα όμως μέσα μου... έβριζα τον εαυτό μου που δεν υπήρξα πιο προσεκτική, και άφησα να με παρασύρει η εξωτερική εμφάνιση αυτού του άνδρα. Έτρεχα και έσπρωχνα όποιον βρισκόταν μπροστά μου, προσπαθώντας να φύγω από το οπτικό πεδίο αυτών που με καταδίωκαν. Τα πνευμόνια μου είχαν αρχίσει να πονάνε, καθώς οι αναπνοές μου είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο βαθιές. Ευτυχώς η φυσική μου κατάσταση ήταν αρκετά καλή, με βοήθησαν οι προπονήσεις στην παράνομη σχολή του μποξ, μα τα κόκαλα του κορμιού μου δεν άργησαν να θυμηθούν και πάλι την ίωση που με τριγύριζε από το πρωί.
Ανακατεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα με τον κόσμο, και μια γρήγορα ματιά πίσω μου με έκανε σχεδόν να πιστέψω ότι το θύμα μου με έχασε. Έπρεπε γρήγορα να πάω στο μαγαζί του Λούκας και να ξεφορτωθώ ότι είχα πάνω μου. Με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκα και πάλι προς τον δρόμο του Εμπαιρ Στειτ Μπίλντιγκ, έχοντας κάνει έναν τεράστιο κύκλο για να ξαναβρεθώ μπροστά του, και διέσχισα τον δρόμο βιαστικά για να βρεθώ στην καρδιά του Μανχάταν και πάλι. "Συγνώμη!" μουρμούρισα εκνευρισμένη στον άνδρα που έπεσε ξαφνικά πάνω μου μα μόλις σήκωσα τα μάτια μου η ανάσα πάγωσε στα χείλη μου.
Μερικές φορές η τύχη μπορεί να σου παίξει άσχημα παιχνίδια. Απλά επειδή δεν σε γουστάρει... απλά επειδή θεωρεί ότι ήρθε η ώρα σου να πληρώσεις για τις αμαρτίες σου. Έτσι ένιωσα και εγώ εκείνη τη στιγμή... πίστεψα ότι είχε έρθει η ώρα να πληρώσω για τις αμαρτίες μου. Ποιες... ποιες οι πιθανότητες να συναντήσεις δεύτερη φορά τον μόνο άνθρωπο που δεν θες στην χαοτική αυτή πόλη; Το χέρι του με άρπαξε από τον καρπό και το βλέμμα του διαπέρασε το δικό μου. Αρκετά πιο ψηλός από μένα, γεροδεμένος, δεν έβλεπα μπροστά μου έξοδο διαφυγής. Και το χειρότερο; είχα ακόμα στην τσέπη μου τα πράγματά του. "Να που βρισκόμαστε πάλι Άννα" μου είπε ειρωνικά και τα χείλη του μειδίασαν ελαφρά. Δεν μπόρεσα να μιλήσω, για την ακρίβεια μόλις που κατάφερα να ψελλίσω κάτι που ούτε εγώ κατάλαβα τι ήταν αυτό και τον είδα να ξύνει το αξύριστό του μάγουλο. "Νόμιζες ότι θα γλίτωνες έτσι;" μου είπε σχεδόν άγρια, μα δεν έχασε ίχνος από την γοητεία του. Τον κοιτούσα σαν μαγεμένη, τρομαγμένη, ούτε καιγώ ξέρω τι άλλο, και δεν μπορούσα να αντιδράσω καθόλου. Τον είδα να δυσανασχετεί έτσι αμίλητη που ήμουν, και με τράβηξε στην άκρη καθώς κόσμος περνούσε δίπλα μου σπρώχνοντάς με χωρίς να το καταλαβαίνω. "Έχεις κάτι δικό μου..." είπε σιγανά μα η φωνή του έφτασε αρκετά καθαρά στα αυτιά μου. Κατάφερα να κουνήσω αρνητικά το κεφάλι μου και η λαβή του στο χέρι μου έγινε πιο σφιχτή Ανασήκωσε το φρύδι του και προσπάθησα ανεπιτυχώς να φανώ λίγο πιο άνετη. "Κάνεις λάθος" βγήκαν αυτόματα οι λέξεις από το στόμα μου και τον είδα να με κοιτάει περίεργα. Έριξε αριστερά δεξιά το βλέμμα του κι έπειτα το κάρφωσε πάνω μου. "Εάν δεν μου δώσεις με το καλό αυτά που μου ανήκουν... θα το κάνω με το ζόρι, και πίστεψέ με δεν θα σου αρέσει..." είπε και με πλησίασε επικίνδυνα. "Ένα βήμα ακόμα να κάνεις... θα βάλω τις φωνές" αποκρίθηκα με φωνή σταθερή... δυναμική και εκείνος έσμιξε τα σκοτεινά του μάτια.