"Υπάρχει κάτι που πρέπει να μου πεις;" με ρώτησε απότομα κοιτώντας με ανήσυχος. Νομίζω δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ έτσι... έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του και το βλέμμα του παρέμεινε βυθισμένο στο δικό μου. "Σε ρωτάω Λιβ" είπε έντονα "υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθω;" συνέχισε και με έκανε να αισθάνομαι άβολα. "Εάν εννοείς το πορτοφόλι, είχα..." "Χέστηκα για το πορτοφόλι Λιβ!" με διέκοψε απότομα και τινάχτηκα από τον φόβο μου. Κάτι είχε συμβεί που εγώ δεν ήξερα... κάτι που τον αναστάτωσε πολύ... Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του "έλα πανω τώρα" είπε ξερά και το γύρισε στην ίδια θέση. Συνέχισε να κάνει εκνευρισμένος βόλτες στο δωμάτιο ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές μα απέφευγε να με κοιτάξει κατάματα. Δεν πέρασαν παραπάνω απο πέντε λεπτά, η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Τζο. "Μην την χάσεις απο τα μάτια σου, εν ανάγκη κλείδωσε την πόρτα" του είπε ξερά και χωρίς να με κοιτάξει άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε.
Έμεινα μόνη με τον Τζο, που τον ντρεπόμουν αρκετά μετά το συμβάν στο ασανσέρ. Δεν ήξερα εαν έπρεπε να απολογηθώ ή όχι, οπότε τελικά δεν είπα κουβέντα και έμεινα εκεί αμίλητη. Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά... και κανείς μας δεν έκανε καμία προσπάθεια για συζήτηση. Είχα αρχίσει να κουράζομαι και να πεινάω αρκετά όταν επιτέλους η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Νικ και πίσω του ένας άγνωστος άνδρας. Με κοίταξε βιαστικά κι έκανε νόημα στον Τζο να βγει έξω. Τον κοιτούσα και δεν ήξερα τι να περιμένω... ποιος ήταν ο άγνωστος... δεν τον εμπιστευόμουν τον Νικ πια... με τρόμαζε...
"Λιβ... ο κύριος Σμιθ είναι γιατρός" μου είπε, και ο άνδρας με χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Έσμιξα τα μάτια και τον κοίταξα ανήσυχη "Νικ" ψέλλισα και η φωνή μου έτρεμε. Δεν μίλησε, έτριψε με δύναμη το μέτωπό του και το βλέμμα που μου έριξε... απλά δεν μπόρεσα να το ερμηνεύσω. Αμέσως μετά μας οδήγησε στο παλιό μου δωμάτιο και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο μεσήλικας γιατρός μου έκανε νόημα να ξαπλώσω, και ενώ στην αρχή τον κοιτούσα τρομαγμένη, πήρα μια βαθιά ανάσα και ακολούθησα τις οδηγίες του. Δεν ξέρω γιατί υπάκουα σε ότι μου έλεγαν... δεν μου άρεσε όλο αυτό κι όμως το έκανα. Ίσως έφταιγε το βλέμμα του Νικ, ίσως έφταιγε η ανησυχία στην φωνή του.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και ο γιατρός μου ανασήκωσε ελαφρά την μπλούζα που φορούσα. Αφού ακούμπησε σε διάφορα σημεία την κοιλιά μου με τα χέρια του με ρώτησε εάν είχα ενοχλήσεις ή άλλα προβλήματα υγείας τον τελευταίο καιρό. Του έγνεψα αρνητικά, κρύβοντάς του την αλήθεια, μα εκείνος με ρώτησε ξαφνικά πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα περίοδο. Κατέβασα την μπλούζα και πετάχτηκα από το κρεβάτι. Η αλήθεια με χτύπησε καταπρόσωπο. Είχαν περάσει μήνες... αλλά το μυαλό μου ήταν πολύ απασχολημένο για να το αντιληφθεί. Κοιτούσα τον γιατρό και εκείνος κοιτούσε εμένα... "Θα χρειαστεί να κάνεις κάποιες εξετάσεις... ξεκούραση, καλό φαγητό, και θα κανονίσω με τον κύριο Τέυλορ να περάσετε από το ιατρείο μου για τα περαιτέρω" μου είπε απλά και βγήκε έξω.
Έμεινα μόνη στο δωμάτιο μου και για λίγα λεπτά προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι γινόταν. Έβαλα τα χέρια διστακτικά επάνω στο στομάχι μου και ξέσπασα σε κλάματα... Δεν έπρεπε... δεν έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο... Λυγμοί συντάραξαν το κορμί μου, και ο φόβος με τύλιξε... φόβος για το μέλλον... φόβος για την τύχη αυτού του παιδιού. Ο Νικ! Ο Νικ! Ήταν ο πατέρας... πως θα αντιδρούσε γαμώτο; Γι αυτό με κοιτούσε τόσο περίεργα πριν; Καινούριος χείμαρρος δακρύων βγήκε απο τα μάτια μου κάνοντάς με να νιώθω ακόμα χειρότερα. "Λιβ" άκουσα πίσω μου την φωνή του, μα δεν γύρισα... έμεινα με την πλάτη μου στραμμένη σε εκείνον... Άκουσα την βαριά του ανάσα και τα βήματά του να με πλησιάζουν. Η φωνή του βαθιά, βραχνή, ίσως και γεμάτη συγκίνηση κάλυψε την σιωπή στο χώρο "όπως καταλαβαίνεις τα πράγματα αλλάζουν τώρα... ένα παιδί έρχεται στο κόσμο και θα είμαστε υπεύθυνοι γι αυτό..." είπε σιγανά και περίμενε την αντίδρασή μου. "Δεν το θέλω" μουρμούρισα με την πλάτη ακόμα γυρισμένη σε αυτόν "δεν θέλω παιδί" συνέχισα και έβαλα το πρόσωπο μέσα στις παλάμες μου. "Αυτό θα κάνω οτι δεν το άκουσα" είπε κοφτά. "θα παντρευτούμε σύντομα... αληθινά αυτή τη φορά Λιβ... και δεν υπάρχει τίποτα... τίποτα απολύτως που μπορείς να κάνεις για να το αποτρέψεις..." τα λόγια του σαν μαχαιριές καρφωνόταν μέσα μου...
Με άφησε μόνη στο κρύο εκείνο δωμάτιο και έπεσα στο κρεβάτι αποκαμωμένη από τα δάκρυα και την εξάντληση. Θα έπρεπε να είμαι δυνατή... μόνο αυτό έπρεπε να κάνω... να είμαι δυνατή για μένα... Υπήρχαν πολλά πράγματα που ήταν σε εκκρεμότητα ακόμα, και δεν υπήρχε περίπτωση να τα αφήσω για πολύ καιρό να αιωρούνται από πάνω μου. Έβγαλα εντελώς τα ρούχα μου και μπήκα στο μπάνιο. Έδιωξα από πάνω μου όλη την μυρωδιά της φυλακής, και άφησα το νερό να ξεπλύνει το ταλαιπωρημένο μου κορμί. Έφερε πάλι τα χέρια στην ανεπαίσθητη καμπύλη που έκανε το στομάχι μου και αναρωτήθηκα εάν θα αγαπούσα ποτέ αυτό το παιδί...
Έφερα στο μυαλό μου τον Νικ, και πόσο καλά με γνώριζε, πόσο καλά γνώριζε το κορμί μου και στην σκέψη αυτή τρόμαζα... Έτσι πίστευα ότι τον ήξερα κι εγώ... κι όμως με πρόδωσε.. και δεν ήταν ο μοναδικός... Μόλις θα έβρισκα την ευκαιρία θα πήγαινα από τον Λούκας... Δύσκολα θα γλίτωνε από τα χέρια μου... Τελείωσα το μπάνιο μου και τυλίχτηκα την αφράτη πετσέτα, είχα ξεχάσει πόσες ανέσεις έκρυβε αυτό το σπίτι, μα ειλικρινά ποτέ δεν τις κυνήγησα... ποτέ!
Μπήκα στο δωμάτιο και βρήκα ένα δίσκο με φαγητό πάνω στο κρεβάτι. Έμεινα για λίγα λεπτά όρθια κοιτάζοντάς το κενό... Ώρες ώρες μου θύμιζε τον παλιό Νικ, αυτόν που ερωτεύτηκα... αυτόν που αγάπησα με όλη την δύναμή της ψυχής μου... Μα ήταν ο ίδιος με αυτόν που με τσάκισε... αυτόν που έκοψε τα φτερά που μου έδωσε... Δεν ήθελα να τον αγαπώ... δεν ήθελα να τον θέλω... δεν ήθελα τίποτα από εκείνον! Τίποτα! Ούτε καν αυτό το παιδί!