Ένας ελαφρύς πόνος στην περιοχή της κοιλιάς μου με ανάγκασε να καθίσω, ενώ ο Λούκας με κοιτούσε ακόμα με μάτια ανοιχτά από την ένταση που ένιωθε. "Τι τρέχει;" με ρώτησε ο Τζο και έτρεξε δίπλα μου. "Τίποτα!" του αντιγύρισα καθώς τα νεύρα μου ακόμα ήταν τεντωμένα. Ηρέμησα για λίγο παίρνοντας βαθιές ανάσες και κόλλησα και πάλι το βλέμμα μου στον Λούκας. "Μην μου κρατήσεις κακία" μου είπε με το ύφος του μαλωμένου παιδιού, μα έπρεπε όσο κι αν δεν το ήθελα...
Σηκώθηκα απότομα συνεχίζοντας να έχω το χέρι πάνω στο φούσκωμα κάτω από τα ρούχα μου. Είχα ενοχλήσεις, αλλά όχι αρκετές για να με ανησυχήσουν. Βγήκα από το μαγαζί αγνοώντας τις φωνές του Λούκας, και με τον Τζο να έρχεται ακριβώς από πίσω μου. "Δεν νιώθετε καλά;" με ρώτησε ο σωματοφύλακας μου μα κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Τίποτα δεν θα μου χαλούσε την βόλτα, ούτε καν αυτός ο εισβολέας που μεγάλωνε μέσα μου.
"Νομίζω είναι ώρα να γυρίσουμε" τον άκουσα πάλι να μου λέει αλλά εγώ προχωρούσα μπροστά χωρίς να του δίνω σημασία. "Δεσποινίς Μπλέικ!" μου φώναξε ξανά αλλά τον αγνόησα για άλλη μια φορά. Είχα ακόμα μια επίσκεψη να κάνω, και δεν θα με σταματούσε κανείς! Ο Τζο έβγαλε το κινητό απο την τσέπη του σακακιού του και ήμουν σίγουρη ότι για άλλη μια φορά ενημέρωνε το αφεντικό του για τις κινήσεις μου. Το αίμα κυλούσε καυτό στις φλέβες μου και η αδρεναλίνη ανέβαινε στα ύψη. Αψηφούσα για άλλη μια φορά τον Νικ και αυτό με έκανε να νιώθω υπέροχα... με έκανε να νιώθω δυνατή. Δεν πέρασε πολύ ώρα και βρέθηκα μπροστά στο παλιό μου σπίτι. Μηχανήματα δούλευαν εξωτερικά και το κτίριο ήταν γεμάτο υποστυλώματα. "Δεσποινίς Μπλέικ δεν είναι ασφαλές να μπείτε μέσα" μου είπε ο Τζο όταν με είδε να κατευθύνομαι στην πλαινή είσοδο. "Θα είμαι μια χαρά" του απάντησα κοφτά και ανέβηκα τις σκάλες. Σε λίγα μόνο λεπτά βρέθηκα έξω από την πόρτα μου και μπήκα μέσα στο δωμάτιο χαζεύοντας γύρω μου ότι είχε απομείνει από τα πράγματά μου. Τα περισσότερα είχαν εξαφανιστεί, προφανώς άλλοι σε παρόμοια μοίρα όπως την δική μου τα θεώρησαν θησαυρούς και τα πήραν... Ας είναι... Ελπίζω μόνο αυτός που τα πήρε να τα είχε ανάγκη...Παρολαυτά ένιωθα λες και ένα μεγάλο κομμάτι μου είχε χαθεί...
Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου και κείνη την στιγμή άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομά μου "Λιβ". Γυρίσαμε ταυτόχρονα με τον Τζο και είδα τον γίγαντά μου... Τον γλυκό μου φίλο Άλεξ που είχα να τον δω μήνες... Έτρεξα στην κυριολεξία κοντά του και με σήκωσε στην αγκαλιά του φιλώντας με στο πρόσωπο. Ήμουν τόσο χαρούμενη που τον είδα πάλι που δεν ήθελα να φύγω ποτέ από τα χέρια του. "Άλλαξες!" μου είπε σιγανά κρατώντας με ακόμα. "Μου έλειψες" του είπα κι εγώ και φώλιασα το κεφάλι μου στον ώμο του. Άκουγα πίσω μου τον Τζο να ξεροβήχει μα δεν του έδωσα σημασία. "Λιβ" μουρμούρισε ο Άλεξ κατεβάζοντάς με απαλά στα πόδια μου, μα το βλέμμα του κοιτούσε αλλού. Γύρισα και είδα τον Νικ... για την ακρίβεια είδα έναν έξαλλο Νικ, που με το ζόρι κρατούσε τα νεύρα του.... με το ζόρι κρατούσε τις μπουνιές του.
Θα ήταν ευκαιρία για μένα... ευκαιρία να γλιτώσω από την πίεσή του... ευκαιρία να τον απομακρύνω από κοντά μου... Αλλά ειλικρινά το ήθελα αυτό; Βαθιά μέσα μου όχι... όχι... γιατί τον αγαπούσα... παρά τα όσα είχαν γίνει τον αγαπούσα ακόμα...βαθιά ολοκληρωτικά...
Έσφιξε τα χείλη του και στάθηκε μπροστά μου, το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου... το μόνο που με έσωζε ήταν ότι ήμουν έγκυος... Μαζεύτηκα ήσυχα στην άκρη και έριξε την ματιά του στον Άλεξ. Δεν μίλησε... δεν του είπε το παραμικρό... με άρπαξε από το χέρι, με οδήγησε στις σκάλες και χαιρέτησα βιαστικά τον φίλο μου με ένα γρήγορο νεύμα προς στην πλευρά του. Ο Τζο προχωρούσε μπροστά και μόλις φτάσαμε στο αμάξι, μας άνοιξε την πόρτα για να μπούμε μέσα. Μπήκα βιαστικά και κόλλησα στην πόρτα. Ακολούθησε ο Νικ και αμέσως έκλεισε το διαχωριστικό με τα μπροστινά καθίσματα. Πήρα βαθιά ανάσα γιατί ήμουν σίγουρη για την φασαρία που θα ακολουθούσε. Με κοίταξε μόνο... τίποτα άλλο... με κοίταξε με κείνο το άγριο γεμάτο πάθος βλέμμα του και νομίζω τα είπε όλα...
Φτάσαμε στο διαμέρισμά του και μόλις έκλεισε την πόρτα εγώ κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου. Πριν προλάβω να φτάσω την σκάλα, με άρπαξε απο τον καρπό και με σταμάτησε. Η λαβή του δυνατή, σφιχτή... "που νομίζεις ότι πας;" με ρώτησε ξερά και έβλεπα τα μάτια του να πετούν φωτιές. "Πάω να ξεκουραστώ" είπα σιγανά και ο φόβος είχε φωλιάσει μέσα μου, τα μάτια του με τρόμαζαν, έκαναν την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, "Απόψε δεν θα πας πουθενά Λιβ... απόψε θα τα ξεκαθαρίσουμε όλα... και θα αποφασίσεις τι θέλεις επιτέλους..." μου είπε και με τράβηξε δυνατά από το χέρι για να πάμε στο σαλόνι. Με κάθισε απότομα στην πολυθρόνα και εκείνος στάθηκε όρθιος απέναντί μου. Απόψε θα τα λύναμε όλα... απόψε ήλπιζα να μάθω την αλήθεια... απόψε θα μάθαινε και την δική μου αλήθεια...
Με κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα που με φόβιζε, με κοιτούσε και μπορούσα σχεδόν να νιώσω την αναταραχή που είχε ξεσπάσει μέσα του, την φουρτούνα στην ψυχή του. Ήταν η ίδια που έπνιγε και εμένα... απόψε όλα θα τελείωναν ή όλα θα άρχιζαν απο την αρχή...Εκείνος ο κύκλος που μας είχε τυλίξει μέσα του, απόψε θα έκλεινε...