κεφάλαιο 17

4.4K 550 16
                                    

Κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας τα σκαλιά του μαγαζιού του, και άνοιξα την πόρτα με τον χαρακτηριστικό ήχο του κουδουνιού από πάνω μου. Τον είδα να κάθεται πίσω από τον πάγκο προσηλωμένος σε κάποιο καινούριο εμπόρευμα. Δεν του μίλησα... περίμενα την πρώτη κίνηση από την μεριά του. Σήκωσε αργά το κεφάλι και τότε οι ματιές μας συναντήθηκαν. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, και χωρίς κουβέντα έτρεξε ο ένας πάνω στον άλλο. Η αγκαλιά μας γέμισε... όπως και το χέρι του, που πάλι δεν άφησε την ευκαιρία και έπιασε τον πισινό μου χωρίς να χάσει λεπτό.

"Είσαι χαζή..." είπε με φωνή που την χρωμάτιζε η συγκίνηση και συνέχιζε να με σφίγγει πάνω του. Λίγα λεπτά αργότερα, με έσπρωξε από κοντά του, και αφού με κοίταξε καλά καλά, με προσπέρασε, πήγε στην πόρτα και την κλείδωσε. Αμέσως μετά με άρπαξε από το χέρι και με οδήγησε στο πίσω δωμάτιο, όπου με έβαλε να καθίσω με το ζόρι. "Λέγε" είπε κοφτά και περίμενε εξηγήσεις από μένα. Δεν του είπα πολλά... και φυσικά όχι την αλήθεια. Ένιωθα άσχημα αλλά δεν ήθελα να τον μπλέξω σε όλο αυτό. "Είμαι καλά..." του είπα απαλά κοιτώντας τον προσεκτικά. Έμεινε αμίλητος για λίγο... "νόμιζα ότι σε σκότωσαν..." είπε ξαφνικά και τα μάτια του θόλωσαν. Έσμιξα τα φρύδια και το βλέμμα μου έψαξε το δικό του "τι έγινε Λούκας; Γιατί το λες αυτό;" Τον είδα να κοιτάει με αμηχανία τα δάκτυλά του, κι έπειτα σηκώθηκε ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στο εσωτερικό του μαγαζιού του. Δεν μου άρεσε η όλη συμπεριφορά του... κάτι είχε συμβεί... κάτι άσχημο κι έπρεπε να μάθω. "Λούκας! Τι στο καλό συμβαίνει!". "Εσύ θα μου πεις! Εσύ! Γαμώτο ρε Λιβ!" φώναξε και έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του. "Λίγες μέρες μετά το ραντεβού μας... κάποιος ήρθε από το μαγαζί μου, σε έψαχνε..." μόλις άκουσα τα λόγια του, το μυαλό μου έτρεξε στο Νικ. Πανικός άρχισε να με πνίγει για το πόσο εύκολα έβρισκε πληροφορίες για εμένα. "Με απείλησαν... να τους πω που μένεις... που συχνάζεις..." είπε με ύφος που πρόδιδε ανησυχία. Σηκώθηκα απότομα από την θέση μου και έκανα βόλτες στο δωμάτιο. "Τι τους είπες;" ρώτησα εκνευρισμένη, μα ο φόβος είχε ήδη φωλιάσει μέσα μου. "Τι να πω ρε Λιβ; Έτσι κι αλλιώς, ούτε που μένεις ήξερα ούτε τίποτα" απάντησε απότομα. Έκλεισα τα μάτια και τα έτριψα δυνατά. Τι δουλειά είχε ο Νικ με όλο αυτό; έψαχνε το πορτοφόλι; Με έχει σπίτι... θα μπορούσε να μου κάνει αυτή την ερώτηση ευθέως... να με απειλήσει...κάτι τέλος πάντων... "Ο τύπος φορούσε στο χέρι το ρολόι που μου έφερες... δεν ξέρω πως έφτασε στα χέρια του... δεν το είχα πουλήσει σ' αυτόν ρε Λιβ..." μου είπε σχεδόν τρομοκρατημένος κοιτώντας με με μάτια ορθάνοιχτα. "Τι σκατά γίνεται; Τι δουλειά έχεις με τέτοιους ανθρώπους ρε Λιβ; Τι θέλουν από 'σένα;" με ρώτησε αμέσως μετά σχεδόν θυμωμένος. Δεν ήξερα τι να του πω... πραγματικά... "Δεν ξέρω Λούκας... έκανα μια βλακεία και την πληρώνω τώρα..." του απάντησα σκεφτική και προχώρησα προς την έξοδο. "Πρέπει να φύγω..." είπα σιγανά και ξεκλείδωσα την πόρτα. Λίγο πριν γυρίσω την πλάτη μου μια σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό μου και γύρισα και πάλι προς τον Λούκας "πως ήταν αυτός που με έψαχνε; εννοώ εμφανισιακά... πως ήταν;" πρόσθεσα καθώς τον είδα να διστάζει. "Μεγάλης ηλικίας... νομίζω τον είπε Τζακ κάποιος απο την παρέα του" μου απάντησε και κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει. Σκατά, σκέφτηκα καθώς ανέβαινα τις σκάλες... Δεν ήταν ο Νικ... εκτός εάν έβαλε κάποιον άλλον για να με ψάξει. Μα γιατί να με ψάξει... γιατί... σπίτι του μένω γαμώτο... Έκανα βόλτες στην πόλη για ώρα ενώ είχε φύγει εντελώς από το μυαλό μου το ραντεβού μου με την Μάρα. Σίγουρα θα είχε σημάνει συναγερμός πίσω στο σπίτι μα εκείνη την στιγμή ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε.

Λίγο αργότερα, τα βήματά μου με οδήγησαν έξω απο την εγκαταλελειμμένη βιοτεχνία. Εκεί όπου βρισκόταν το σπίτι μου τους τελευταίους μήνες. Κάποιες εργασίες φαινόταν να έχουν ξεκινήσει εξωτερικά, και αναρωτήθηκα λυπημένα εάν θα έβρισκα τα πράγματά μου στην θέση τους.

Μπήκα και πάλι από την πλαινή πόρτα και ανέβηκα προσεκτικά τις σκάλες. Έφτασα μπροστά στην πόρτα μου... μα προς έκπληξή μου, βρήκα σπασμένη την κλειδαριά, και την πόρτα ορθάνοιχτη. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ένιωθα το αίμα να κυλάει γρήγορα στις φλέβες μου και τους παλμούς μου να ανεβαίνουν. Μπήκα σαν τον κλέφτη στο ίδιο μου το σπίτι... κοίταξα τριγύρω... η αναπνοή μου στάθηκε στο λαιμό και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Τα πάντα ήταν ανακατεμένα... πεταμένα... κατεστραμμένα... Το στρώμα το είχαν σκίσει στην μέση, τα μπαούλα μου άδεια και το περιεχόμενο σκορπισμένο παντού. Τα λίγα υπάρχοντά μου βρισκόταν στο πάτωμα, ποδοπατημένα και σκισμένα. Τα δάκρυά μου έτρεχαν ποτάμι, μα δεν το καταλάβαινα... Ποιος μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο...; Ποιος μπορεί να κατέστρεψε με τόση ευκολία τους κόπους μου... τα υπάρχοντά μου; Ένιωθα τον λαιμό μου να κλείνει... η στενοχώρια και ο θυμός ρίζωσαν ξαφνικά βαθιά μέσα μου.

Καθόμουν ακίνητη στην πόρτα κοιτώντας την καταστροφή μπροστά μου, όταν ήρθε στο μυαλό μου το πορτοφόλι. Λες και ήταν το πολυτιμότερο πράγμα που είχα στην κατοχή μου. Σαν να ξύπνησα ξαφνικά από λήθαργο έκανα στροφή και έτρεξα προς την κατεύθυνση που το είχα κρύψει. Στο βάθος του διαδρόμου έστριψα αριστερά και έσπρωξα εκείνη την μισοχαλασμένη πόρτα όπου με οδήγησε στην βεράντα. Με την ίδια ταχύτητα έστριψα στο πλάι και αφού έβγαλα από μπροστά μου κούτες και σκουπίδια βρήκα την είσοδο που έψαχνα. Σύρθηκα στο βρόμικο πάτωμα χωρίς να με ενδιαφέρουν τα καινούρια μου ρούχα, και ψηλαφιστά βρήκα αυτό που έψαχνα. Έσπρωξα το τούβλο από την είσοδο της εσοχής στο τοίχο και έχωσα το χέρι μου μέσα. Άφησα μια βαθιά ανάσα ανακούφισης όταν ένιωσα το δέρμα του πορτοφολιού στα δάκτυλά μου. Το τράβηξα έξω και σύρθηκα πάλι μέχρι που βγήκα στην βεράντα. Το κράτησα στα χέρια μου και το κοίταξα προσεκτικά. Πίστευα ότι κρατούσα το εισιτήριο της ελευθερίας μου... το κλειδί της απελευθέρωσής μου.... Πόσο λίγα γνώριζα...

Δεν ξέρω ποια αόρατη δύναμη με έκανε να το ανοίξω και βγάζοντας από μέσα του τον μικρό δίσκο με μερικά από τα χαρτιά που είχε στις θήκες του, τα έβαλα στην τσέπη του παντελονιού μου. Έπειτα έχωσα βαθιά στο μπουφάν μου, το πορτοφόλι και κατευθύνθηκα προς τον διάδρομο που θα με οδηγούσε στις σκάλες και στην έξοδο... Δεν πρόλαβα να κάνω πάνω από μερικά βήματα... Τρεις άνδρες μου έκοβαν τον δρόμο... τρεις άγνωστοι άνδρες απειλούσαν την ελευθερία μου...

Στο δρόμοWhere stories live. Discover now