κεφάλαιο 9

5.1K 573 21
                                    



Ξύπνησα αργά το επόμενο πρωί με ένα βάρος στο στήθος. Σηκώθηκα σχεδόν με το ζόρι και δεν είχα όρεξη για τίποτα. Ξεπήδησαν στο μυαλό μου σκηνές από την προηγούμενη βραδιά και η καρδιά μου βούλιαξε και πάλι. Γιατί ρε γαμώτο με επηρέασε τόσο; Γιατί; Αναρωτιόμουν συνεχώς μα άκρη δεν έβγαζα...

Σηκώθηκα και πλησίασα με αργά βήματα το μπαούλο, και αφού το άνοιξα έβγαλα από τον πάτο το πορτοφόλι του τύπου. Κάθισα στην καρέκλα και το ακούμπησα μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι. Δεν ξέρω πόση ώρα καθόμουν εκεί και το παρατηρούσα... Αυτό έφταιγε για όλα... Αυτό γινόταν η εμμονή μου... Το άδειασα πάλι και κράτησα στα χέρια μου το μικρό δισκάκι. Ήμουν σχεδόν βέβαιη ότι αυτό έψαχνε ο ιδιοκτήτης του. Τίποτα άλλο εκεί μέσα δεν είχε αξία, όσο αυτό που κρατούσα στα χέρια μου. Έτσι τουλάχιστον πίστευα εγώ. Γύρισα και πάλι όλα τα πράγματα στην θέση τους, το άρπαξα εκνευρισμένη, άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα κάτω. Η κίνηση είχε ξεκινήσει από νωρίς, θα το πετούσα, θα το πατούσε κάποιο αυτοκίνητο, ίσως το έβρισκε κάποιος.... όλα θα τελείωναν πάντως για μένα.

Δεν είχα το κουράγιο όμως.... Ένιωθα υπεύθυνη γι΄ αυτό το άψυχο αντικείμενο που κρατούσα στα χέρια μου. Έκλεισα βιαστικά το παράθυρο κρατώντας το κρύο έξω και κάθισα κουρασμένα στην καρέκλα μου. Ακούμπησα στο ίδιο σημείο το πορτοφόλι και το κοιτούσα και πάλι σκεπτική. Εάν περνούσα από την εταιρεία του και το άφηνα στην είσοδο; Εάν του το έστελνα ανώνυμα με τον ταχυδρομείο; Έψαχνα χίλιους τρόπους να απαλλαγώ από αυτό, μα μια δύναμη, μια αόρατη κλωστή με κρατούσε σφιχτά δεμένη μαζί του. Έκλεισα τα μάτια και έχωσα το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες μου. Δεν έβγαζε πουθενά αυτό... Ένιωθα μπερδεμένη... Για ποιον κίνδυνο φώναζε εκείνος; Μήπως δεν άκουσα κάλα; Είχε σχέση με το πορτοφόλι του; Αναθεμάτισα για μια ακόμη φορά την ώρα που έπεσα πάνω του στο δρόμο... γιατί πραγματικά δεν ήξερα που θα με οδηγούσε αυτή η ιστορία...

Η διάθεσή μου ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τον καιρό. Έμεινα όλη μέρα μέσα αδιαφορώντας για την υπέροχη λιακάδα έξω. Ο ήλιος έλαμπε και έβλεπα τον κόσμο από το παράθυρό μου να γεμίζει τα πεζοδρόμια να τρέχει βιαστικός για ψώνια και δουλειές. Ξάπλωσα στο άβολο στρώμα μου κι ενώ τόσα χρόνια τα είχα βρει με τον εαυτό μου, είχα αποδεχτεί την μοίρα μου ένιωσα ξαφνικά να με πνίγει μια βαριά σκιά. Από που πήγαζε όλο αυτό; Δεν είχα ιδέα...

Σηκώθηκα απότομα και άρπαξα το πορτοφόλι από το τραπέζι. Άνοιξα την πόρτα μου προσεκτικά και αντί να στρίψω στην σκάλα δεξιά για να βγω έξω, πήγα προς την αντίθετη κατεύθυνση όπου οδηγούσε σε μια σειρά απο έρημα και άδεια δωμάτια. Στο βάθος του διαδρόμου έστριψα αριστερά και έσπρωξα μια μισοχαλασμένη σιδερένια πόρτα όπου με έβγαζε έξω. Βρέθηκα σε μια μικρή βεράντα γεμάτη χαλασμένα έπιπλα και σκουπίδια. Δεν στάθηκα καθόλου εκεί, έστριψα στο πλάι και αφού έβγαλα μερικές μισογεμάτες κούτες με άχρηστα πράγματα της βιοτεχνίας η είσοδος που έψαχνα φανερώθηκε. Σύρθηκα σχεδόν για να μπώ στο χαμηλοτάβανο μικρό δωμάτιο και ψηλαφιστά βρήκα αυτό που έψαχνα. Μια μικρή εσοχή στον τοίχο όπου μπόρεσα και έχωσα όσο πιο βαθιά μπορούσα το πορτοφόλι. Το κάλυψα απέξω με ένα μισοχαλασμένο τούβλο, και λίγα λεπτά αργότερα αφού έκρυψα και πάλι την είσοδο βγήκα στην βεράντα. Ανάσανα βαθιά και η αναπνοή μου σχηματίστηκε στον παγωμένο αέρα.

Στο δρόμοWhere stories live. Discover now