Τον κοιτούσα με μάτια ορθάνοιχτα και περίμενα απλά το πότε θα άνοιγε την πόρτα και θα με πετούσε από το αμάξι εν κινήσει. Δεν είπε κουβέντα. Τίποτα γαμώτο. Άκουγα μόνο την ανάσα του βαριά και τα μάτια του συνέχιζαν να είναι καρφωμένα πάνω μου. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω όταν έπεσε σχεδόν πάνω μου και τα χείλη του εγκλώβισαν τα δικά μου. Με φιλούσε παθιασμένα και εγώ ανήμπορη να κουνηθώ κρατούσα ανοιχτά τα μάτια μου... φοβόμουν να τα κλείσω... μην τυχόν και απολαύσω το φιλί του περισσότερο...
Πίεσα τον εαυτό μου να συνέλθει βιαστικά, έβαλα τα χέρια μου ανάμεσά μας και προσπάθησα να τον απομακρύνω από πάνω μου. "Σταμάτα!" είπα ανάμεσα στα φιλιά του, και τα χείλη του με ελευθέρωσαν, μα όχι τα χέρια του. Η παλάμη του κρατούσε φυλακισμένο τον αυχένα μου και ο αντίχειρας του χάιδευε το μάγουλό μου. Το μέτωπό του ακουμπούσε το δικό μου και ένιωθα την ανάσα του πάνω στα χείλη μου. "Αυτό να μην το ξαναπείς... Ακούς;" με προειδοποίησε αφήνοντάς με απότομα. Έμεινα να τον κοιτάω σαν χαζή, με την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά, που φοβόμουν ότι θα πεταχτεί έξω. Δεν με ξανακοίταξε. Κάθισε στο κάθισμά του, γέμισε και πάλι το ποτήρι του και το άδειασε με μια γουλιά. Μαζεύτηκα στην άκρη και έμεινα αμίλητη μέχρι να συνειδητοποιήσω τι στο καλό είχε μόλις συμβεί.
Λίγα λεπτά αργότερα το αυτοκίνητο πάρκαρε στο υπόγειο γκαράζ και με την συνοδεία του μπράβου του μπήκαμε στο ασανσέρ με κατεύθυνση το διαμέρισμά του. Με το που άνοιξε η πόρτα εγώ έτρεξα στο δωμάτιό μου και εκείνος μπήκε στο γραφείο του και δεν τον είδα για το υπόλοιπο της μέρας. Δεν μου άρεσε η τροπή που έπαιρνε η ιστορία αυτή... Του είπα ότι δεν είναι άντρας μου, κι αντί να με ρωτήσει πως το ξέρω, να αναρωτηθεί εάν θυμήθηκα εκείνος άρχισε να με φιλάει. Τι στο διάβολο γινόταν;!
Έβγαλα βιαστικά τα ρούχα μου και χώθηκα κάτω από το ζεστό νερό. Το άφησα να με χαλαρώσει και να πάρει τις άσχημες σκέψεις μακριά μου. Έβαλα τα δάκτυλά μου πάνω στα χείλη μου και τα ένιωθα να με καίνε ακόμα... έβαλα το χέρι στην πλευρά που βρίσκεται η καρδιά και χτυπούσε ακόμα ζωηρά. Γαμώτο! Είχα ταχυπαλμία! Αυτός μου προκαλούσε συναισθήματα που εγώ δεν ήθελα! Και δεν τα ήθελα γιατί δεν τα αναγνώριζα!
Μόλις είχα τελειώσει το μπάνιο μου, όταν μια σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό μου και με αναστάτωσε αρκετά. Εάν ήξερε την αλήθεια; Εάν ήξερε ότι εγώ δεν έχω αμνησία και απλά προσποιούμαι; Πως αλλιώς θα μπορούσα να δικαιολογήσω την αντίδρασή του στην δήλωσή μου;
Κάθισα στο κρεβάτι αποκαμωμένη, μπερδεμένη και με ύφος περίλυπο όταν άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε εκείνος. Το πρόσωπό του για άλλη μια φορά αυστηρό και άγριο με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και έσφιξα ασυναίσθητα περισσότερο την ρόμπα πάνω στο κορμί μου. Η θέα του με τρόμαζε. Με κοιτούσε όπως το λαγωνικό το θήραμά του και ξαφνικά το δωμάτιο έγινε μια σταλιά... Έκανε ένα βήμα μπροστά και εγώ ένα βήμα πίσω. Ανασήκωσε το φρύδι απορημένος, κι έπειτα αναστενάζοντας σιγανά σταμάτησε. "Θα έχουμε κόσμο σε λίγο, ντύσου και κατέβα" είπε μόνο και γυρίζοντας την πλάτη του βγήκε από το δωμάτιο. Έμεινα εκεί ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν καταλάβαινα... συμπεριφερόταν σαν να μην έτρεχε τίποτα... Τι παιχνίδι έπαιζε στην πλάτη μου γαμώτο; Τι παιχνίδι;
Δεν είχα σκοπό να κατέβω... θα του έσπαγα εγώ τα νεύρα... όχι αυτός. Είχα σκοπό να τον εκνευρίσω τόσο πολύ, που να μην θέλει να με δει στα μάτια του. Δεν ξέρω καιγώ πόση ώρα είχε περάσει, αλλά το στομάχι μου διαμαρτυρόταν επικίνδυνα για φαγητό. Δεν είχα φάει τίποτα όλη την μέρα, και οι μυρωδιές που έφταναν από το κάτω πάτωμα έκαναν πιο δύσκολη την κατάσταση. Μάζεψα γρήγορα τα μαλλιά μου, φόρεσα πάλι τζιν με ένα μαύρο πουλόβερ από πάνω και χωρίς παπούτσια, κατέβηκα στο κάτω πάτωμα.
Μόλις έφτασα στο μεγάλο χολ, τρία ζευγάρια μάτια στράφηκαν σε μένα. Στο βάθος φαινόταν το τραπέζι στρωμένο... με περίμεναν. Ο Νικ στεκόταν δίπλα στην μεγάλη τζαμαρία, και αμέσως με κοίταξε εξεταστικά. Ήμουν σίγουρη οτι δεν ενέκρινε το ντύσιμό μου και χάρηκα γι αυτό. Στον μεγάλο καναπέ καθόταν μια κοπέλα, όμορφα ντυμένη με καλοσυνάτο πρόσωπο. Ακριβώς δίπλα της, έχοντας περασμένο το χέρι του στην πλάτη της, ένας άνδρας, στην ηλικία του Νικ. Σηκώθηκαν και οι δύο και με πλησίασαν βιαστικά. "Άννα!" φώναξαν σχεδόν με μια φωνή. Η κοπέλα με αγκάλιασε μα την ένιωσα λίγο διστακτική, αντίθετα με τον συνοδό της, που η αγκαλιά του ήταν σφιχτή και δυνατή. "Ποιοι είναι;" ρώτησα ξερά κοιτώντας τον Νικ, και φέρνοντας το ζευγάρι σε δύσκολη θέση. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και με πλησίασε "Ο Ίθαν και η Μάρα... οι κουμπάροι μας" είπε κοφτά και τα μάτια του χώθηκαν και πάλι στα δικά μου. Γαμώτο.... το παιχνίδι το συνέχιζε... γινόταν επικίνδυνο...
Καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι και τους άκουγα να αστειεύονται, να γελούν, να συζητούν. Μαζί τους και εκείνος... τον παρατηρούσα... μα τα μάτια του δεν γελούσαν. Έριχνε πάνω μου το βλέμμα του και γρήγορα το τραβούσε αδειάζοντας συνεχώς το ποτήρι με το κρασί του. Το δείπνο ήταν μια κοροϊδία.... Ήξερε... το καθίκι ήξερε και με έπαιζε για ένα πορτοφόλι...
Εκείνη την στιγμή, πήρα την απόφασή μου... Το καταραμένο πορτοφόλι θα επέστρεφε στα χέρια του, και θα δεχόμουνα τις όποιες συνέπειες...