Η λεωφόρος Λέξινγκτον εκείνη την ώρα ήταν πλημμυρισμένη από κίνηση. Τα αυτοκίνητα έκαναν ουρές και τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο που είχε ξεχυθεί να απολαύσει τον ήλιο όπως κι εγώ. Παρά το τσουχτερό κρύο, οι Νεοϋορκέζοι λαχταρούσαν μια τέτοια μέρα, και δεν θα την άφηναν να πάει χαμένη. Περπατούσα αργά προσπαθώντας να ζεστάνω τα παγωμένα κιόλας χέρια με την ανάσα μου, και στάθηκα σε ένα πλανόδιο να αγοράσω ένα ζεστό τσάι. Το καυτό υγρό με ζέστανε και κάθισα σε ένα παγκάκι χαζεύοντας τον κόσμο... απολαμβάνοντας την στιγμή. Ένας άστεγος όπως κι εγώ, δεν έχουμε έννοιες και δουλειές, παρά μόνο τι θα βάλουμε στο στομάχι μας και που θα κοιμηθούμε το βράδυ. Εγώ, προς το παρόν είχα λύσει και τα δύο αυτά προβλήματα.
Λίγο αργότερα σηκώθηκα, έστριψα βόρεια και κίνησα για την πέμπτη λεωφόρο που θα με οδηγούσε στο μαγαζί του Λούκας. Η μέρα ήταν πραγματικά υπέροχη! Ίσως έφταιγε βέβαια και το γεγονός ότι είχα δύο ολόκληρες εβδομάδες να ξεμυτίσω, αλλά τίποτα δεν θα μου χαλούσε το κέφι. Ούτε καν ο Λούκας, που μόλις μπήκα στο μαγαζί του και με είδε, μετά το αρχικό σοκ, άρχισε να μου πετάει οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του. "Είσαι στα καλά σου;" του φώναξα και προσπάθησα να προφυλαχθώ από τα πυρά. "Που στο διάβολο ήσουν! Που στο διάβολο!" συνέχισε να μου φωνάζει μα τουλάχιστον σταμάτησε να πετάει πράγματα. Ευτυχώς γιατί ειδικά ένα από αυτά που πέταξε με χτύπησε άσχημα στον ώμο.
Τον πλησίασα τρίβοντας το πονεμένο μου χέρι και το λυπημένο του ύφος μαλάκωσε την ψυχή μου. "Εδώ είμαι..." του είπα σιγανά και τον αγκάλιασα. Έχωσε την μελαχρινή του μούρη στο λαιμό μου και με το χέρι του έπιασε απότομα τα πισινά μου. Κλασικός Λούκας... "Ξεκόλλα!" του αγριομίλησα και τον έσπρωξα από πάνω μου. "Ρε Λιβ!" έκανε θυμωμένα μα εγώ ήδη ένιωθα υπέροχα. Υπήρχε ένας άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη, ο οποίος ανησυχούσε για μένα! Ένας! Και με έκανε χαρούμενη, ακόμα αν κι αυτός ήταν ο αλλοπρόσαλλος Λούκας. Το συναίσθημα ήταν υπέροχο και δεν θα άφηνα τίποτα να μου το χαλάσει αυτό. "Άρρωστη ήμουν" είπα κουρασμένα αρπάζοντας το μήλο που ήδη είχε δαγκώσει. Στεκόταν πίσω από τον πάγκο και με κοιτούσε με μάτια μισάνοιχτα. "Αδυνάτησες" είπε ξερά και χάθηκε στο πίσω δωμάτιο. Μέσα σε λίγα λεπτά καταβρόχθισα σχεδόν όλο το μήλο μα όταν τον είδα να έρχεται πάλι κρατώντας ένα πιάτο με πατάτες και μπέργκερ, έμεινα ακίνητη. Το διάβασε στο ύφος μου γιατί αλλιώς δεν εξηγείτε η αντίδρασή του. "Μην το παίρνεις έτσι ρε Λιβ..." μου είπε με την απελπισία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. "Χέσε μας Λούκας!" του είπα πετώντας πάνω του το μισοφαγωμένο μήλο και κίνησα προς την πόρτα. Κανείς δεν με λυπόταν! Κανείς!
Βγήκα έξω και ανάσανα βαθιά. Δεν πρόλαβα να κάνω δύο βήματα και άκουσα την φωνή του Λούκας να με καλεί. "Είσαι τρελός" του είπα όταν τον είδα χωρίς μπουφάν να τρέμει μπροστά μου. "Συγνώμη" μουρμούρισε μα τον είχα ήδη συγχωρέσει. "Πότε θα βγούμε;" η επόμενη ερώτηση ήρθε ξαφνικά και το χαμόγελο άνθισε πάλι στα χείλη του. Στριφογύρισα τα μάτια με την επιμονή του και αφού το πέταξα ένα αόριστο 'θα δούμε' εξαφανίστηκα μέσα στον κόσμο αγνοώντας τις φωνές του.
Άμα χαμογελάσεις στην ζωή... θα σου χαμογελάσει κι εκείνη! Έτσι δεν είναι; Και σου το λέω εγώ, η Λιβ, που είμαι είκοσι ενός χρονών και η επιβίωση μου είναι ένας διαρκής αγώνας...
Έκανα μια γρήγορη βόλτα στην πόλη, έχοντας πάντα τα μάτια μου ανοιχτά για κάποιο εύκολο υποψήφιο θύμα. Δεν ήθελα να το ρισκάρω εκείνη την μέρα, γιατί είχα χάσει την φόρμα μου και δεν ήθελα να ζορίσω πολύ τον αστράγαλό μου. Χρήματα ευτυχώς είχα να περάσω λίγο καιρό χωρίς να βγω για δουλειά.
Λίγες ώρες αργότερα πήρα τον δρόμο της επιστροφής μα καθώς περνούσα μπροστά απο μαγαζί με ηλεκτρικά, οι τηλεοράσεις στην βιτρίνα έδειχναν όλες το ίδιο πρόσωπο. Τον κάτοχο του πορτοφολιού! Τον κύριο 'έχω λεφτά αλλά θα σε κυνηγήσω για πεντακόσια δολάρια!'! Απέμεινα ακίνητη να τον κοιτάζω να μιλάει σε κάποιο κανάλι μα δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Προφανώς για αριθμούς και χρήματα που δεν με ενδιέφεραν. Πλησίασα το πρόσωπό μου και τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Ήταν όμορφος... Ναι...Πάντα σοβαρός και αγέλαστος... αξύριστος, μα αυτή η αγριάδα του πήγαινε. Ασυναίσθητα άπλωσα το χέρι και ακούμπησα το πρόσωπό του πάνω από το τζάμι της βιτρίνας. "Μου λερώνεις την βιτρίνα!" άκουσα μια άγρια φωνή δίπλα μου και με έκανε να αναπηδήσω από φόβο. Απομακρύνθηκα βιαστικά χαιρετώντας τον με το μεσαίο μου δάκτυλο και δεν έμεινα λεπτό να ακούσω την συνέχεια.
Ήταν περασμένες τέσσερις όταν μπήκα από την πλαινή πόρτα της μικρής βιοτεχνίας και ανέβηκα σφυρίζοντας τις απότομες σκάλες. Λίγο πριν φτάσω στον πάνω όροφο άκουσα μια δυνατή φωνή από το ισόγειο που έκανε το αίμα μου να παγώσει "Έϊ! Είναι κανείς εκεί;!". Έμεινα ακίνητη και δεν άφηνα ούτε την ανάσα μου να βγει Γαμώτο, ήταν πολύ νωρίς για να έχει ανοίξει η σχολή με τους φουσκωτούς, μα με τις βλακείες μου κόντευα να με κάνουν τσακωτή. Δεν άκουσα τίποτα άλλο, παρά μόνο την πόρτα τους να κλείνει δυνατά λίγα λεπτά αργότερα. Άφησα την αναπνοή μου να επιτέλους να βγει και ανέβηκα σχεδόν αθόρυβα μέχρι το σπίτι μου.
Μπήκα μέσα, κλείδωσα πίσω μου και βρήκα το πορτοφόλι να με περιμένει πάνω στο τραπέζι. Το άρπαξα θυμωμένη και το έχωσα στον πάτο του ενός από τα μπαούλα μου. Έβγαλα τα παπούτσια μου και σωριάστηκα κουρασμένα στο στρώμα. Δεν πέρασαν παραπάνω από δύο λεπτά όταν ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε και η πόρτα μου άνοιξε διάπλατα!