κεφάλαιο 19

4.7K 591 19
                                    



Δεν ξέρω πότε ξύπνησα... τι ώρα ήταν ή τι μέρα είχαμε. Άνοιξα τα μάτια μου και μόρφασα από τον πόνο που ένιωσα στο χέρι μου. Έφερα την παλάμη μου στην πληγή μα ήταν δεμένη. Προσπάθησα να ανασηκωθώ μα δεν τα κατάφερα. Κοίταξα τριγύρω... βρισκόμουν στο δωμάτιό μου και στο αχνός φως ξεχώρισα τον Νικ. Καθόταν στην πολυθρόνα απέναντί μου και κοιμόταν με τα ρούχα. Φαινόταν ταλαιπωρημένος... με ένα μπουκάλι αλκοόλ σχεδόν άδειο δίπλα του. Έριξα πάλι το κεφάλι στο μαξιλάρι και αναστέναξα βαθιά καθώς έφερα στο μυαλό μου τα τελευταία γεγονότα. Στα μάτια μου εμφανίστηκε πάλι το πτώμα του άνδρα να πέφτει και ένας λυγμός ξέφυγε απο το στόμα μου. Μέσα στην ατυχία μου στάθηκα τυχερή... Εαν δεν ήταν αυτός, τότε η πληγή στο χέρι μου θα ήταν το τελυταίο πράγμα που θα με ένοιαζε... εκείνο το σίδερο σίγουρα θα χτυπούσε εμένα ακόμα χειρότερα... Η εικόνα του όμως μου προκαλούσε τρόμο... το σοκ να βλέπεις έναν άνθρωπό να πεθαίνει μπροστά σου είναι μεγάλο, ακόμα κι αν εκείνος ήθελε να σε βγάλει από την μέση. Άκουγα την ήρεμη ανάσα του Νικ και η ταραχή που επικρατούσε μέσα μου καταλάγιαζε σιγά σιγά... Ένιωθα ασφάλεια κοντά του... δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωθα λές και ήμουν σπίτι μου, μια έννοια που δεν είχα καταλάβει , ούτε νιώσει ποτέ...

Στο μυαλό μου ήρθε ξαφνικά το παντελόνι με το δισκάκι και ανασηκώθηκα απότομα απο το κρεβάτι. Ο πόνος με διαπέρασε αλλά δεν με σταμάτησε. Έσφιξα τα χείλη για να μην φωνάξω , και πέταξα το πάπλωμα απο πάνω μου. Στάθηκα με κόπο στα πόδια μου... γαμώτο... η ζάλη έκανε τα βήματά μου ασταθή, και πιάστηκα γερά απο το κάγκελο του κρεβατιού μου. "Άννα!" άκουσα πίσω μου την βραχνή φωνή του Νικ και πετάχτηκε απότομα απο την πολυθρόνα. Με δυο βήματα με έπιασε απο την μέση και με κοίταξε αυστηρά. Τον παρατήρησα και γώ προσεκτικά... μαύροι κύκλοι κάτω απο τα μάτια...κουρασμένος σχεδόν γερασμένος... Τι είχε πάθει;

"Που προσπαθείς να πας;" με ρώτησε γυρίζοντας με στο κρεβάτι. Απέφυγα το βλέμμα του όσο μπορούσα. Δεν είχα σκεφτεί τι θα του έλεγα, και δεν ήμουν έτοιμη γιαυτή την κουβέντα. "Θέλω να πάω στον μπάνιο.. τα καταφέρνω και μόνη μου" του είπα κοφτά προσπαθώντας να ελευθερωθώ, μα το άγριο βλέμμα του μου έκοψε την φόρα απότομα. "Το βλέπω Άννα... τα καταφέρνεις μια χαρά μόνη σου..." είπε ειρωνικά μα δεν με άφησε απο την αγκαλιά του. Αχ αυτή η αγκαλιά του... γιατί να είναι τόσο ζεστή... Είχα αρχίσει να νιώθω όμορφα εκεί μέσα... μια σιγουριά και μια ασφάλεια που δεν είχα ποτέ στην ζωή μου... Με βασάνιζε... μου γεννούσε συναισθήματα άγνωστα.. και δεν τα ήθελα γιατί με τρόμαζαν... Μου άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και μπήκε μέσα μαζί μου. Τον κοίταξα ανασηκώνοντας το φρύδι και περίμενα να βγεί έξω. "Μην κάνεις καμιά χαζομάρα Άννα... Πρέπει να σε προσέχω ακόμα και στην τουαλέτα τώρα πια.." μουρμούρισε κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη μπροστά μου... Παραλίγο να μην αναγνωρίσω τον εαυτό μου... Φαινόμουν χλωμή και αδύναμη. Τα μάτια μου με μαύρους κύκλους απο κάτω, θολά και κόκκινα, το χέρι μου δεμένο σφιχτά... Γαμώτο... Αυτή η ιστορία θα με σκότωνε... είπα σιγανά και έτριψα με δύναμη τα μάτια μου... Μια χαρά δεν ήμουν και πριν; Μια χαρά δεν ήμουν όπως ζούσα; Ή μήπως... όχι;

Έριξα νερό στο πρόσωπό μου και κάπως συνήλθα, μα σίγουρα θα χρειαζόμουν παυσίπονα γι' αυτόν τον επίμονο πόνο στο χέρι. Το έντονο χτύπημα στην πόρτα με έβγαλε απο τις σκέψεις μου "Άννα" τον άκουσα να με φωνάζει και στριφογύρισα τα μάτια. Δεν άντεχα άλλο να το ακούω αυτό το όνομα... Το μισούσα, και τώρα το άκουγα συνέχεια στα αυτιά μου! Άνοιξα απότομα την πόρτα και τον είδα να με περιμένει απέξω έτοιμος να με οδηγήσει και πάλι στο κρεβάτι.

Ξάπλωσα προσεκτικά, με σκέπασε και κάθισε δίπλα μου. "Αχ Άννα..." μουρμούρισε και τα μάτια του δεν με άφηναν λεπτό. "Τι συνέβη θα μου πεις;" με ρώτησε σιγανά ενώ το χέρι του με χάιδευε απαλά στο πρόσωπο. Δεν μίλησα... δεν άνοιξα καν το στόμα μου, μόνο τον κοιτούσα. Μια ταραχή είχε ξεσπάσει μέσα μου, και το άγγιγμά του την έκανε χειρότερη... Αυτό που ένιωθα με τρόμαζε... με αποσυντόνιζε. "Είχα ένα ατύχημα..." είπα διστακτικά και είδα μια σκιά να περνάει μέσα απο τα μάτια του... "Μίλα μου μωρό μου... πες μου... μίλα μου..." συνέχισε εκείνος μα έμεινα αμίλητη... Τι να του έλεγα; Οτι δεν με λένε Άννα, οτι δεν έχω αμνησία; Οτι εγώ του έκλεψα το πορτοφόλι; Ότι πήγα στο σπίτι μου και προσπάθησαν να με σκοτώσουν κάποιοι που είπαν οτι τους έστειλε αυτός; Τι σκατά να του έλεγα απ' όλα; Δάκρυα γέμισαν ξαφνικά τα μάτια μου, γιατί η πίεση που ένιωθα μέσα μου ήταν μεγάλη... Δεν το άντεχα αυτό που ζούσα... αλήθεια... με έπνιγε....

"Δεν ξέρω τι θα κάνω με 'σένα μωρό μου... Δεν ξέρω... έχασα χρόνια από την ζωή μου μέχρι να σε βρω Άννα... σε έψαχνα παντού..." τον άκουσα να μου λέει ψιθυριστά και τα μάτια του βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στα δικά μου. "Δεν μπορώ άλλο μακριά σου..." είπε ξανά και είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν τα χείλη του συναντήσουν τα δικά μου. 

Στο δρόμοWhere stories live. Discover now