κεφάλαιο 24

4.6K 546 37
                                    

Πέρασα το βράδυ μου σε ένα παγκάκι κάτω από μια γέφυρα. Ενώ έζησα όλη την ενήλικη ζωή μου στους δρόμους, ξαφνικά ένιωσα σαν να μην ανήκα εκεί... φοβόμουν... φοβόμουν τους κινδύνους που παλιά απλά αγνοούσα. Τα μάτια μου έτρεχαν και μισούσα τον εαυτό μου γι αυτό, πονούσα τόσο πολύ μέσα μου που ήθελα να πεθάνω... απλά να τελειώνω με αυτό το μαρτύριο που περνούσα... Πως μπόρεσε; Με άφησε να πιστεύω στο ψέμα... γιαυτο ποτέ δεν επέμενε να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί όταν είχα τραυματιστεί στο χέρι... Ήξερε από πριν... ήξερε ποιος το είχε κάνει και τον κάλυπτε! Το καθίκι...

Όλη την νύχτα έτρεμε το κορμί μου και δηλητηρίαζα το μυαλό μου με άσχημες σκέψεις. Ήθελα τόσο πολύ να τον μισήσω... τόσο πολύ... μα η καρδιά και το σώμα με πρόδιναν χωρίς ντροπή... τον αποζητούσα... μου έλειπε... πονούσε όσο ποτέ... Δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ... από τον φόβο... από τον πόνο... δεν ξέρω... Κάθε φορά που προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια πεταγόταν η μορφή του μπροστά μου και τιναζόμουν ξαφνικά από τρόμο. Τα ξημερώματα αποφάσισα να συνεχίσω τον δρόμο μου, δεν ήξερα που να πάω.. σπίτι μου δεν μπορούσα να γυρίσω... χρήματα δεν είχα, και απλά δεν ήθελα να μείνω άλλη νύχτα στο δρόμο... Δεν θα άντεχα..

Όλη την μέρα έκανα βόλτες στα προάστια του Μανχάταν... Το στομάχι μου ήταν άδειο και τα πόδια μου με πέθαιναν. Δεν έβγαζα μιλιά όμως... Πήγα κλαίγοντας στα σκουπίδια, προσπαθώντας να βρω κάτι να φάω, μα τελικά προτίμησα να μείνω νηστική. Όχι ξανά μονολογούσα... όχι ξανά...

Δεν το άντεχα... δεν το άντεχα το σκοτάδι μέσα μου... Έτσι ένιωθα... σαν κάποιος να μου πήρε τον ήλιο μου, το φως μου, και με άφησε γυμνή να περιπλανιέμαι στους έρημους δρόμους... Γιατί μου έδωσε τόση ευτυχία αφού θα μου την έπαιρνε τελικά πίσω; Γιατί με άφησε να ονειρευτώ, αφού τελικά μου έκαψε τα όνειρα; Γιατί;

Ένα φυλλάδιο πεταμένο στο δρόμο μου έδωσε λίγες ελπίδες ώστε να μην περάσω άλλο βράδυ έξω. Ακολούθησα τις οδηγίες και βρέθηκα μπροστά από ένα μεγάλο, παλιό κτίριο με μια τεράστια ουρά απο ανθρώπους στην είσοδο, ψάχνοντας το ίδιο πράγμα με μένα: στέγη, κι ένα πιάτο φαγητό. Είχα ακούσει γι αυτά τα μέρη φιλοξενίας στο παρελθόν μα ποτέ δεν έτυχε να μείνω. Στήθηκα και γω στο ίδιο σημείο με όλους τους άλλους και περίμενα υπομονετικά να μάθω εάν θα με δέχονταν ή όχι εκείνο το βράδυ. Μόλις έφτασε η σειρά μου, η Αφρικανή κυρία στην είσοδο, με κοίταξε στραβά από πάνω μέχρι κάτω. Μουρμούρισε κάτι ασυναρτησίες και με ρώτησε μόνο το όνομά μου. Στην αρχή δίστασα μα με το ύφος της η γλώσσα μου λύθηκε. Της έδωσα ένα τυχαίο όνομα και μου έδωσε μια σακούλα με τα απαραίτητα για το βράδυ. Προχώρησα στους στενούς διαδρόμους, ακολουθώντας τους υπόλοιπους και βρέθηκα σε έναν μεγαλύτερο χώρο, όπου μακρόστενα τραπέζια και τάβλες, που χρησίμευαν για καθίσματα, γέμιζαν τον χώρο. Μπήκα στην ουρά και μετά από λίγο είχα στα χέρια μου τον δίσκο με το φαγητό. Νομίζω ήταν το πιο νόστιμο που είχα φάει, κι ας ήταν ένας σκέτος πουρές πατάτας, με μικρά κεφτεδάκια και λίγη σκέτη ντομάτα σαν συνοδευτικό. Το έφαγα όλο, και σίγουρα θα έτρωγα κι άλλο, εαν είχα.

Πήρα πάλι την σακούλα στα χέρια μου και κρατώντας το χαρτί που μου έδωσε η Αφρικανή στην πόρτα έψαξα για το δωμάτιό μου. Ευτυχώς δεν άργησα να το βρω και χώθηκα μέσα βιαστικά. Αναστέναξα βαθιά μόλις αντίκρισα το χώρο που θα με φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ, και κατάπια το λυγμό που ανέβηκε στο λαιμό μου. Δύο τεράστιες σειρές με κουκέτες κρεβάτια στοιβαγμένες σε ένα μικρό θάλαμο. Κάποια ήταν άδεια, άλλα είχαν κιόλας καλυφθεί, κάποιοι ετοιμάζονταν να ξαπλώσουν, άλλοι άλλαζαν... Η μυρωδιά αποπνικτική... ένας συνδυασμός ιδρώτα και βρομιάς έφτασε στην μύτη μου, και το στομάχι μου ανακατεύτηκε βίαια. Έβαλα την ζακέτα στο πρόσωπό μου και πήρα μερικές βαθιές ανάσες... Θα έπρεπε να συνέλθω... θα έπρεπε να κοιμηθώ... άλλο βράδυ ξύπνια δεν θα μπορούσα να αντέξω. Κάθισα στο κρεβάτι με τον αριθμό που μου έδωσαν και έβγαλα την λεπτή κουβέρτα από την σακούλα που μου έδωσαν. Την τύλιξα γύρω μου και ξάπλωσα χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου, παρακαλώντας να με πάρει ο ύπνος όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Η αυπνία και η εξάντληση βοήθησαν και βυθίστηκα σε έναν ύπνο βαθύ... Πολλές φορές όμως μέσα στη νύχτα ξύπνησα κλαίγοντας, ανίκανη να συγκρατήσω τον εαυτό μου, μέχρι που οι υπόλοιποι μέσα στο θάλαμο, άρχισαν να με απειλούν πως θα με πετάξουν έξω...Αναγκάστηκα να μείνω ξύπνια, περιμένοντας να ξημερώσει...

Το μεγάλο ρολόι του τοίχου έδειξε οχτώ όταν η μυρωδιά του πρωινού έφτασε μέχρι το δωμάτιο. Σηκώθηκα αργά, με μάτια που με έτσουζαν και καρδιά κομμάτια. Έβαλα την κουβέρτα σε ένα μεγάλο κιβώτιο δίπλα στην πόρτα, και έσυρα τα βήματά μου μέχρι το μεγάλο χολ όπου σερβίρονταν το πρωινό. Κρατούσα την κούπα με τον καφέ μπροστά μου και με δυσκολία τον ανέβαζα μέχρι τα χείλη. Έφαγα λίγο ψωμί με μαρμελάδα που είχε ο δίσκος μου και ήξερα ότι αυτό θα ήταν το γεύμα της ημέρας μου.

Από τα ψηλά παράθυρα του χολ έβλεπα τον ήλιο να λάμπει έξω, μα σκοτάδι μόνο ξεχώριζαν τα μάτια μου... τι θα έκανα... τι θα γινόμουν; Έπρεπε να βρω καταφύγιο για το βράδυ... δεν μπορούσα να μείνω δεύτερη νύχτα στο ίδιο μέρος, ήταν μέρος των κανόνων. Αναστέναξα βαθιά προσπαθώντας να απομακρύνω το μυαλό μου από τις επίπονες σκέψεις. Φωνές ακούστηκαν προς την είσοδο του κτιρίου και οι πιο περίεργοι σηκώθηκαν για να μάθουν τι γινόταν. Πάντα κάποιος ζητούσε κάτι παραπάνω... κάτι περισσότερο. Ομιλίες και φωνές έφτασαν μέχρι το χολ που βρισκόμουν και σήκωσα το κεφάλι για να δω. Η Αφρικανή κυρία της εισόδου μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο κρατώντας ένα χαρτί και από πίσω της πρόβαλαν ο Νικ και ο Τζο. 

Στο δρόμοWhere stories live. Discover now