κεφάλαιο 11

5.1K 596 42
                                    



Η επόμενη μέρα ήταν τόσο μουντή και άχαρη όσο δεν πήγαινε. Μάλλον και ο καιρός συμβάδιζε με την διάθεσή μου που είχε πέσει στα Τάρταρα. Με δυσκολία σηκώθηκα από το στρώμα και μόλις ήρθαν στο μυαλό μου τα νέα της προηγούμενης ημέρας έβαλα και πάλι τα κλάματα. Σε λιγότερο από δύο μήνες θα ήμουν επισήμως άστεγη... Κοίταξα γύρω μου και ξαφνικά εκτίμησα το πόσα πολλά είχα εκείνο το διάστημα που έμενα σε εκείνο το μικρό κρύο δωμάτιο, κι ας μην είχα ζεστό νερό, ας μην είχα κρεβάτι, ας μην είχα θέρμανση, ας μην είχα χαλιά, έπιπλα... Είχα όμως ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου, είχα μια πόρτα που κλείδωνε κάθε βράδυ, είχα ένα σπίτι! Και θα το έχανα πολύ σύντομα....

Σηκώθηκα με κόπο και ντύθηκα ζεστά. Στο μυαλό μου ήρθε και πάλι ο τύπος με το πορτοφόλι και αποφάσισα το πρώτο πράγμα που θα έκανα ήταν να αγόραζα ένα καινούριο μπουφάν. Θα πήγαινα και πάλι σε μαγαζί με δεύτερο χέρι ρούχα, καθώς ήταν φθηνά και η τσέπη μου μόνο τέτοια άντεχε. Μόλις το έκανα αυτό, φόρεσα το καινούριο μου μπουφάν, και αφού άδειασα τις τσέπες του παλιού το παράτησα σε ένα παγκάκι. Ήλπιζα οτι θα το έβρισκε κάποιος που θα κρύωνε και το είχε ανάγκη.

Περιπλανήθηκα για λίγο στους δρόμους της περιοχής μου με τα μάτια ανοιχτά όχι για κάποιο υποψήφιο θύμα... αλλά για κάποιο εγκαταλελειμμένο κτίριο ή σπίτι που θα μπορούσα να μετακομίσω. Όσο το σκεφτόμουν βούλιαζα στην απελπισία... αλλά τι να έκανα.... Δυστυχώς μετά από ώρες περπατήματος δεν βρήκα τίποτα. Θα προτιμούσα στην ίδια περιοχή καθώς δεν θα απομακρυνόμουν πολύ από τον Λούκας ο οποίος αγόραζε τα κλοπιμαία, αλλά απ' οτι έβλεπα δεν είχα επιλογή. Θα έπρεπε να απομακρυνθώ από το κέντρο του Μανχάταν και με βαριά καρδιά το πήρα απόφαση...

Ήταν πλέον αργά το απόγευμα όταν έφτασα έξω από το μαγαζί του Λούκας. Κατέβηκα αργά τα σκαλιά και από την τζαμαρία τον είδα καθισμένο στην θέση του κοιτώντας αδιάφορα την τηλεόραση. Το καμπανάκι ακούστηκε μόλις άνοιξα την πόρτα και εκείνος πετάχτηκε από την καρέκλα μόλις με είδε. "Λιβ!" φώναξε και ήρθε αμέσως κοντά μου. Έπεσα στην αγκαλιά του καθώς την είχα ανάγκη περισσότερο απο οτιδήποτε, εκείνη την στιγμή. Στην αρχή ο Λούκας σάστισε, το κατάλαβα, μα γρήγορα με αγκάλιασε σφιχτά. "Αν μου βάλεις χέρι, θα στο κόψω, στο υπόσχομαι..." του είπα όταν ένιωσα την παλάμη του να κατεβαίνει επικίνδυνα.

"Τι τρέχει;" με ρώτησε και με έβαλε να καθίσω στο πίσω δωμάτιο. "Πρέπει να φύγω από εκεί που μένω..." του είπα και δεν μπορούσα να κρύψω με τίποτα το θλιμμένο μου ύφος. "Που μένεις;" με ρώτησε μα η ματιά που του έριξα του έκοψε την φόρα. "Οκ... Γιατί πρέπει να φύγεις;" "θα ανοίξει σχολή μποξ και θα ανακαινίσουν τον χώρο..." του εξήγησα και αναστέναξα βαθιά. "Θα έρθεις σε μένα!" είπε χαρούμενος και άρχισε να κάνει όνειρα για το πως θα βολευόμασταν σε ένα ημίδιπλο κρεβάτι όπου ήθελε να κοιμόμαστε μαζί. "Ξέχασέ το!" του είπα κουρασμένα μα εκείνος δεν το έβαλε κάτω. "Εντάξει, θα κοιμάμαι στον καναπέ, και εσύ μόνη..." τόνισε την λέξη για άλλη μια φορά "...στο κρεβάτι μου!". Ξεφύσηξα και πάλι και τα μάτια μου τον κοίταξαν κουρασμένα. "Δεν ήρθα εδώ για να σου φορτωθώ ρε Λούκας! Είπα όχι!" είπα πιο δυνατά από ότι ήθελα και τον είδα να αλλάζει ύφος και χρώμα. Το γνωστό κόκκινο δηλαδή. "Ε αμάν ρε Λιβ με την περηφάνια σου! Σιγά το πράγμα εάν έρθεις και σε φιλοξενήσω για λίγο καιρό! Τι θα πάθει ο εγωισμός σου;" μου φώναξε θυμωμένος και έμεινα να τον κοιτώ περίεργα. "Έχω βρει σπίτι" του είπα ξαφνικά και το βούλωσε απότομα. "Που;" ξεκίνησε πάλι τις ερωτήσεις με ανασηκωμένο το φρύδι. Το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η γέφυρα που βρισκόταν κοντά στο μουσείο Μοντέρνας τέχνης όχι πολύ μακριά από εκεί που βρισκόταν το μαγαζί του. Εκεί από κάτω είχα κοιμηθεί πολλά βράδια, όπως και δεκάδες άλλοι που ήταν στην ίδια μοίρα με εμένα. "Όχι πολύ μακριά από δω, μόλις τακτοποιηθώ θα σε καλέσω να το δείς" του είπα και απορούσα που βρήκα το κουράγιο να κάνω και χιούμορ στην κατάστασή μου. Έδειξε να πείθεται με την πρότασή μου και με άφησε ήσυχη.

Λίγη ώρα αργότερα έπαιρνα το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι μου, περπατούσα σκυφτή και πραγματικά λυπόμουν τον εαυτό μου για όλα αυτά που με ταλαιπωρούσαν τον τελευταίο καιρό. Όσο και να έστυβα το μυαλό μου σχετικά με το θέμα της διαμονής μου, η γέφυρα ήταν η μόνη λύση που έβρισκα. Τουλάχιστον ο βαρύς χειμώνας είχε περάσει και δεν θα ήταν τόσο δύσκολα τα βράδια. Πλησίαζα κοντά στην έρημη βιοτεχνία όταν άκουσα πίσω μου βήματα. Ο δρόμος μπροστά μου ήταν άδειος και η κίνηση είχε μειωθεί αισθητά. Τάχυνα το βήμα μου και διέσχισα βιαστικά το δρόμο μα την στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο πεζοδρόμιο, σήκωσα το κεφάλι και το αίμα χάθηκε από το πρόσωπό μου.

"Καλησπέρα Άννα" άκουσα και η μορφή του ανθρώπου που με στοίχειωνε... που με καταδίωκε στεκόταν ολοζώντανη μπροστά μου.

Ντυμένος εντελώς στα μαύρα με σηκωμένο τον γιακά του στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε με εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα που με μαγνήτιζε και με έκανε να τα χάνω. "Πως με βρήκες;" κατάφερα να ψελλίσω κοιτώντας τον σχεδόν τρομοκρατημένη. Με ένα νεύμα μου έδειξε τον τηλεφωνικό θάλαμο στο απέναντι πεζοδρόμιο, και αυτομάτως θυμήθηκα το τηλεφώνημα που του έκανα το προηγούμενο βράδυ. Έβρισα σιωπηλά, και έτριψα με δύναμη το μέτωπό μου. Τον κοίταξα και πάλι, βάζοντας το χέρι πάλι πίσω στην τσέπη μου. Δεν το πίστευα ότι στάθηκα τόσο χαζή... Τον πήρα τηλέφωνο από θάλαμο απέναντι από το σημείο που έμενα!

"Δεν έχω τίποτα δικό σου..." του είπα σιγανά κοιτώντας νευρικά γύρω μου, αποφεύγοντας το βλέμμα του. Έλεγα ψέματα και το ήξερε. "Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις Άννα..." μου είπε σαν να διάβασε την σκέψη μου και τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου. Το βλέμμα μου τράβηξε κίνηση πίσω του και είδα τους φουσκωτούς φίλους του να στέκονται σε μικρή απόσταση από μας. Η ανάσα μου έβγαινε βαριά... ακόμα και αν τον χτυπούσα στο ίδιο σημείο με την πρώτη φορά στο σταθμό, οι μπράβοι του δεν θα με άφηναν να ξεφύγω. Έπρεπε να σκεφτώ κάτι γρήγορα... γρήγορα... "Άννα" τον άκουσα πάλι να με καλεί μα τα νεύρα μου είχα αρχίσει να κλονίζονται. Ζοριζόμουν... ζοριζόμουν πολύ και το έδειχνα... "δεν με λένε Άννα!" του φώναξα και τον είδα για μια στιγμή να με κοιτάει περίεργα. Ένα βλέμμα... δεν ξέρω... δεν μπορούσα να το περιγράψω... "Πως σε λένε;" με ρώτησε σχεδόν άγρια πιάνοντάς με από τα μπράτσα μα δεν τον άκουγα, τα μάτια μου θόλωναν και έβλεπαν μόνο σκιές. "Άσε με!" του φώναξα δυνατά και τραβήχτηκα με κόπο μακριά του. "Μην μ' αγγίζεις!" ούρλιαξα και πάλι και έτρεξα προς τον δρόμο, μα για κακή μου τύχη ένα αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα περνούσε εκείνη την στιγμή. Το τελευταίο που θυμάμαι ήταν τα φώτα του να με τυφλώνουν και την φωνή του τύπου να φωνάζει "Γαμώτο Άννα...!" 

Στο δρόμοHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin